Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το οθωμανικό Σιδηρόκαστρο (αναφορές στην πόλη κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο)

Δεμίρ Ισάρ: Αυτή κειμένη εις την Μ είσοδον κλεισωρείας διαρρέεται υπό ρεύματος το οποίον την διαχωρίζει εις δύο συνοικίας, αίτινες συγκοινωνούσι δι' ωραίας λίθινης, τριτόξου και υψηλής γέφυρας 20μ μήκους και έχει στενάς, αλλά λιθόστρωτους (καλδερίμ) οδούς.
Οικείται υπό 600 περίπου οικογενειών οθωμανικών και 200 χριστιανικών, αίτινες οικούσιν εις το ΒΔ μέρος της πόλεως, έχει δε 6 τεμένη, 2 εκκλησίας, σχολεία, δύο αρρένων και εν θηλέων, 11 κλιβάνους, 9 χάνια κτηνών, διοικητήριον (Καϊκαμλίκι), δημαρχείον, καλήν αγοράν, καταστήματα, καφεία πολλά και εκλεκτά βυρσοδεψεία, εβδομαδιαίαν αγοράν έκαστον Σάββατον και άφθονα ύδατα.
Είναι πρωτεύουσα ομωνύμου διαμερίσματος, υπαγομένου εις την επαρχίαν Σερρών, απαρτιζομένου εξ 79 πόλεων και χωρίων, εν οις οικούσι 3 χιλ. χριστ. ελληνόφωνοι, 700 χριστ. αθίγγανοι, 26 χιλ. ορθόδοξοι χριστ. βούλγαρόφωνοι και 2 χιλ. Μωαμεθανοί, τούρκοι και αθίγγανοι.

(Σχινάς Ν., Οδοιποροικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, Messager D' Athenes, εν Αθήναις, 1886, σ. 424-425.)  

Δεμίρ Ισσάρ

Τη Υστεραία επιβαίνων της σιδηροδρομικής αμάξης του ενωτικού σιδηροδρόμου, του επιστρέφοντος εκ της βασιλευούσης εις Θεσσαλονίκην και παρερχόμενος τον πρώτον μετά τας Σέρρας σταθμόν Προσωνίκι (Πρόσνικ, σημ. Σκοτούσσα), παρά την ομώνυμον Ελληνορθόδοξον κώμην, σταθμεύω εις τον επόμενον, του Δεμίρ-Ισσάρ, κείμενον ολίγον προ της μεγάλης γέφυρας του Στρυμόνος, ήτοι προ της εξόδου αυτού εκ των όρεων εις την μεγάλην των Σερρών πεδιάδα.
Ο σταθμός Δεμίρ-Ισσάρ αποτελεί σπουδαίον εμπορικόν σταθμόν διαμετακομιστικού εμπορίου, δι' ου διαμετακομίζονται τα εκ Θεσσαλονίκης εμπορεύματα εις ολόκληρον το τμήμα εκείνο της βορείου χώρας, ήτοι των επαρχιών Μελενίκου, Πετριτσίου, Κάτω και Άνω Τζουμαγιάς. Και εν τω σταθμώ τούτω οι διαμετακομισταί και αντιπρόσωποι εμπόρων εισίν Έλληνες, διακρινόμενοι επί εμπορική ενημερότητι και δραστηριότητι.
Εκ του σταθμού δι' αμάξης μετά τέταρτον ώρας εισέρχομαι εις Δεμίρ-Ισσάρ.
Δεμίρ-Ισσάρ σημαίνει Τουρκικστί σιδηρούν φρούριον. Υπέρκειται της πόλεως πελώριος βράχος, όστις ως φρούριον προστατεύει αυτήν. Επ' αυτού δε και ερείπια Βυζαντινού ή Ενετικού φρουρίου, δι' ου καθίσταται απόρθητον, εξ ου και η ονομασία σιδηρούν φρούριον. 
Διά μέσου της πόλεως ρέει ρύαξ, παραπόταμος του Στρυμόνος, όστις χωρίζει τα οικήματα της πόλεως από της αγοράς. Το ύδωρ αυτού χρησιμοποιούσι τα κατά σειράν μικρά εργοστάσια βυρσοδεψικής κατά το εγχώριον σύστημα λειτουργούντα, εις ην ενασχολούνται οι Οθωμανοί. Τούτο αρδεύει και το πέριξ έδαφος και καθιστά αυτό λίαν εύφορον, εφ' ου ευδοκιμούσι παντοία είδη λαχανικών και οπωροφόρων δένδρων.
Ανατολικώς της πόλεως διαρρέει και έτερος παραπόταμος του Στρυμόνος, όστις ρέων πολλάκις ως χείμαρρος ορμητικός ήνοιξεν ευρείαν κοίτην. Αμέσως άνωθεν αυτής και του ογκώδους και αποτόμου βράχου άρχεται ατελεύτητος σειρά ορέων μετά βαθειών φαράγγων και κοιλάδων, διήκουσα μέχρι Μελενίκου, Νευροκοπίου και Άνω Τζουμαγιάς, ήτις αποτελουμένη εκ διακλαδώσεων του Ορβήλου, λαμβάνει διάφορα ονόματα, οία τα Τσεγγέλ όρος, Βροντής όρος, Μέλαν όρος (Καράαγ) κτλ.
Είμεθα εντεύθα εν τη αρχαία Σιντική, κειμένη μεταξύ Παρορβηλίας από βορρά και Παιονίας από νότου και εκτεινομένη εκείθεν του Στρυμόνος. Εν αυτή κατώκει το αρχαίον Θρακικόν φύλο των Σιντών, ους και Πελασγούς τίνες θεωρούσι, καταγομένους εκ των εν τη νήσω Λήμνω Σιντίων.
Πρωτεύουσα της Σιντικής μνημονεύεται η πόλις Ηράκλεια (Ηράκλεια Σιντικής). Ταύτην τίνες τοποθετούσι παρά το Δεμίρ-Ισσάρ, έτεροι βορειότερον παρά το Μελένικον και έτεροι, όπερ και φαίνεται πιθανώτερον, δυτικώτερον, εκείθεν του Στρυμόνος, παρά το Πετρίτσιον (αναφέρεται στη βουλγαρική πόλη Πέτριτς). Η Ηράκλεια εκτίσθη υπό Αμύντου, αδελφού του Φιλίππου. Επί των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανεδείχθη πρωτεύουσα της Σιντικής. Ελεηλατήθη υπό των Ρωμαίων, ουχ ήττον παρέτεινε την ακμήν της μέχρι του Ι. μ.Χ. αιώνος, μνημονευομένη υπό Βυζαντινών συγγραφέων.
Εν Σιντική μνημονεύονται και άλλοι δύο δευτερεύουσαι πόλεις η Τρίστηλος και η Παροικόπολις.
Εκτός των ερειπίων του φρουρίου ουδέν άλλο αρχαιολογικόν κτίριον σώζεται. Η πόλις έχει όψιν νεωτέρας Οθωμανικής πόλεως περιλαμβάνουσα περί τας 1000 οικογένειας, ων αι 700 και πλέον Οθωμανικαί, διακρινόμεναι δια την αυστηράν τήρησιν των θρησκευτικών και κοινωνικών των Τούρκων ηθών. Είναι πρωτεύουσα ομωνύμου υποδιοικήσεως της διοικήσεως Σερρών. Εκκλησιαστικώς δε υπάγεται εις την Μητρόπολιν Μελενίκου.
Η ημετέρα κοινότης περιλαμβάνει 200 οικογένειας, Ελληνόφωνους τας πλείστας. Εκ τούτων πολλαί κατήλθον ως άποικοι εκ Μελενίκου. Έχει και αυτή να επιδείξη εμπορικήν ισχύν και υπεροχήν, πολλήν δε εις τα Ελληνικά γράμματα επίδοσιν.
Το σχολικόν κτίριον των αρρένων, το μητροπολιτικόν οίκημα και άλλα προσοδοφόρα κτήματα εκληροδοτήθησαν υπό φιλοπατρίδων τέκνων αυτής, ων υπερέχει ο μέγας της κοινότητος ευεργέτης Σιμέτσος, του οποίου μαρμάρινον εν τω περιβόλω της εκκλησίας είναι εστημένον μνημείον μετά της επιβλητικής προτομής αυτού.
Η εκκλησία ουχί πολύ ευρεία αλλά μετά πολλής ευπρέπειας διατηρουμένη και διακεκοσμημένη. Πλην αυτής εκτίσθη δευτέρα εκκλησία εις των κάτω λεγομένην μικράν συνοικίαν εκ 40 περίπου οικογενειών απαρτιζομένην εις το δυτικόν άκρον της πόλεως, εν τη οποία έχουσιν εστημένα τα δίκτυα οι σχισματικοί, ιν' αλιεύσωσι τους απλοϊκούς χωρικούς των περίξ χωρίων. Εν αυτή κατώρθωσαν να συμπήξωσιν εκ δεκάδος οικογενειών την μόνην σχισματικήν κοινότητα εν Δεμίρ-Ισσάρ, ίνα δι' αυτής, ως πυρήνος, επεκτείνωσι τα προς εκ βουλγαρισμόν ενέργειάς της. Εκεί εδρεύει πονηρότατος και πολυμήχανος σχισματικός αρχιμανδρίτης έχων λεγεώνα διδασκάλων, ων ο αριθμός μείζων των μαθητών, όργανα των τοιούτων ενεργειών του.
Τα ημέτερα σχολεία διακρίνονται δια την καλήν οργάνωσίν των. Πλήρης εξατάξιος σχολή αρρένων μετά τεσσάρων τάξεων και νηπιαγωγικής, διδασκομένων υπό δύο διδασκαλισσών. Και εν τη κάτω συνοικία μικρόν σχολείον μετά δύο τάξεων, εν ω διδάσκει μία διδασκάλισσα.
Εν τω παρθεναγωγείω φυλάσσονται πλάκες εκ μαρμάρου αρχαίαι ανάγλυφοι και ενεπίγραφοι, ανευρεθείσαι εκεί που πλησίον. 
Μία τούτων ορθογώνιος επιτύμβιος, παριστώσα ανάγλυφον συζυγικόν ζεύγος του γνωστού Ρωμαιοβυζαντινού τύπου. Άνωθεν φέρει την εξής επιγραφήν.

ΑΡΤΕΜΙΔΩΡΑΔΗΜΕΟΥ

κάτωθεν δε την εξής,

ΔΗΜΗΤΡΙΩΤΩΑΝΔΡΙ
ΚΑΙΕΑΥΤΗΕΠΟΙΕΙ

Άλλη κυκλική ανάγλυφος παριστώσα συζυγικόν επίσης ζεύγος μετά τέκνου εκ των κοινών επιτυμβίων.
Και άλλαι επίσης προσόμοιοι, ωντινες απεκεκρουουσμέναι, μετ' επιγραφών αφιερωτηρίων, κακκκής γραφής και δυσαναγνώστων.
Άξιον σημειώσεως είναι και το γεγονός, όπερ επέτυχεν ο πρώην Μητροπολίτης Μελενίκου, νυν διευθυντής της εν Χάλκη Θεολογικής σχολής, ανήρ ευρείας θεολογικής μαθήσεως, καταλιπών τα μάλα αγαθήν μνήμην έμφρονος ποιμενάρχου. Ούτος, πλην της ανοικοδομήσεως της εν τη κάτω συνοικία νέας εκκλησίας, ηδυνήθη να τύχη ευμενούς υποδοχής αιτησίς του παρά τω Μεγαλειοτάτω Σουλτάνω, χορηγήσαντι αυτώ την άδειαν της κρούσεως του κώδωνος της εκκλησίας του Δεμίρ-Ισσάρ καλούντος τους Χριστιανούς εις προσευχήν εν αυτή, τουθ' όπερ πρότερον απηγορεύετο, ως αντιβαίνον εις τα κυριαρχικά του Οθωμανικού λαού δίκαια.
Ο κώδων το πρώτον μετά σιωπήν τόσων αιώνων εκρούσθη πανηγυρικώς και το γεγονός εωρτάσθη υπό της ημετέρας κοινότητος μετά πολλής χαράς, τελεσθείσης δοξολογίας υπέρ του φιλολάου ημών Άνακτος.  
 
(Χατζηκυριάκος Γ., Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906), Θεσσαλονίκη, 1962, σ. 214-218)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Ρομά του Νομού Σερρών

   Σύμφωνα με την παράδοση, οι Οθωμανοί μπέηδες των Σερρών έφεραν π ριν από πολλά χρόνια τους/τις προγόνους των με λών των ρομικών ομάδων από την Αίγυπτο , για να κ αλλιεργήσου ν τα τσιφλίκια το υς. Σ ύμφωνα με τα γραπτά τεκμήρια όμως, η παρουσία των Ρ ομ στην περιοχή των Σερρών καταγράφ εται στο δε ύτερο ήμισυ του 15 ου αιώνα και στο 16ο αιώνα, ενώ συγκεκριμένε ς μαρτυρίες φανερών ουν τη δράση τους κατ ά τη διάρκεια της δεύτερης περι όδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (από το 17ο αιώνα και έ ντευθεν) . Την εν λόγω περίοδο, η σύνδεση της οικονομικής ζ ωής της Οθωμανικής Αυτοκρατ ορίας με αυτή των Δυτ ικοευρωπαϊκών χωρ ών προκάλεσε σημάντικές αλλ αγές στον τρόπο και στους ρυθμούς της αγροτικής παραγωγής, οι οποί ες προσ δίδουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την πρ οσπάθεια της Οθωμανικής δ ι οίκησης να οδηγήσει διάφ ορες ρομι κές ομάδες σε μόνιμη εγκατάστασ η σε διά φορες αγ ροτικές της περιοχές. Οι ιδιαίτ ερες συνθήκες κάτω από τις οποίες οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με τη δράση

Οι Τσάμηδες και ο αλβανικός ανθελληνισμός

Η Ιστορία των Τσάμηδων    Μπορώ να πω ότι αυτό το θέμα σχετικά με την ιστορία Τσάμηδων όπως και η ιστορία των Σουλιωτών και Αλβανών ήταν από τα πιο περίπλοκα θέματα, διότι υπάρχουν πολλά ασαφή κενά και λανθασμένα κείμενα, ή και προπαγανδιστικά, σε αυτήν την ιστορία, τα οποία μπορούν να μας δημιουργήσουν λανθασμένες αντιλήψεις ανα πάσα στιγμή. Για παράδειγμα, όταν έψαξα για τους Τσάμηδες στην σειρά εγκυκλοπαιδειών Χάρη Πάτση (Βασική Εγκυκλοπαίδεια των Νέων, Νεώτατη έκδοση 1981-1982), τους ανέφερε ως αλβανικής καταγωγής. Συγκεκριμένα: Η περιοχή της Τσαμουριάς ΤΣΑΜΗΔΕΣ:  Κάτοικοι της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας), αλβανικής καταγωγής. Τσάμηδες ονομάσθηκαν κυρίως εκείνοι από τους κατοίκους που ασπάσθηκαν την μουσουλμανική θρησκεία (κατα τον 17ο και 18ο αιώνα), για να διατηρήσουν την περιουσία τους. Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες, κατά την απογραφή του 1940 έφθαναν τις 18.000 μέσα σε 65.000 πληθυσμό του νομού Θεσπρωτίας, κατείχαν δε τις πιο εύμορφες περιοχές του νομού. Σήμερα δ

Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 1ο)

  Δείτε επίσης: Σημαντικοί όροι για την Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 5ο) Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 4ο) Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 3ο)  Γ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ 1. Το αγροτικό ζήτημα - Περιληπτική απόδοση:     Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα η αγροτική οικονομία έχασε σταδιακά την πρωταρχική σημασία που είχε για τις κοινωνίες του «δυτικού κόσμου»*. Η Ελλάδα βάδιζε με πιο αργούς ρυθμούς προς την ίδια κατεύθυνση. Εξ' αιτίας αυτών των εξελίξεων, άνοιξαν οι δρόμοι για την αγροτική μεταρρύθμιση*. Στον ελληνικό χώρο το πρόβλημα της έγγειας ιδιοκτησίας δεν γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η σταδιακή διανομή των εθνικών γαιών* δημιούργησαν πλήθος αγροτών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, γεγονός που λειτούργησε θετικά, καθώς αποφεύφθηκαν εντ