Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κερκίνη (Σερρών) / Бутково (Серско)

Η ιστορία του χωριού
   Ορισμένοι, που έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της Κερκίνης, επισημαίνουν το 1510 ως ημερομηνία δημιουργίας του χωριού. Βέβαια, δεν έχει βρεθεί ακόμα ικανοποιητική βιβλιογραφία που να το αποδεικνύει, στην οποία μπορεί να κανείς να βασιστεί. Όμως, είναι γνωστό με σιγουριά ότι υπήρχε και ευδοκιμούσε κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, μιας που βρισκόταν σε κομβικό σημείο μεταξύ των χωριών στην δυτική πλευρά της λίμνης και αποτελούσε ένα μεγάλο κεφαλοχώρι μετά τα Άνω & Κάτω Πορρόια (4100 και 2000 άτομα αντίστοιχα) και τη Μακρυνίτσα (1700). Ως αποτέλεσμα, η αγορά της πόλης ήταν μεγάλη για εκείνη την εποχή, όπως μεγάλη ήταν και η ποικιλία της σε είδη όπως σιτάρι, σίκαλη, καπνός, ψάρια, όπως και προϊόντα καλαμοπλεκτικής, τα οποία φτιάχνονταν από άτομα της αθιγγανικής συνοικίας του χωριού.

Η παλιά λίμνη Μπουτκόβου και τα χωριά περιμετρικά της

   Γενικά, μεγάλο μέρος των ανδρών ασχολούνταν με την αλιεία στη λίμνη, ενώ οι γυναίκες ασχολούνταν με τη γεωργία στο βαθμό που μπορούσαν. Λέγεται, δε, ότι υπήρχε η φήμη για τους κατοίκους του Μπουτκόβου, ότι ήταν πολύ άξιοι ψαράδες. Τα ψάρια τους, πέρα από την αγορά (παζάρι) του χωριού, έφταναν μέχρι την αγορά του Σιδηροκάστρου.

Οι καταμετρήσεις των κατοίκων
   Οι Βουλγαρικές πηγές, αναφέρουν την ύπαρξη Μουσουλμάνων και Βουλγάρων στο Μπούτκοβο, αλλά όχι Ελλήνων. Προφανώς, όλοι οι Βούλγαροι ερευνητές που πέρασαν από το χωριό (Κάντσοφ, Στρέζοφ, Brancoff κ.ά.), όνομασαν όλους τους Πατριαρχικούς Σλάβους του χωριού ''Βούλγαρους''. Γίνεται, ωστόσο, κατανοητό ότι πρόκειται για Έλληνες στη συνείδηση, από τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι ίδιες Βουλγαρικές πηγές. Ο Ιωάννης Θ. Μπάκας, στο βιβλίο του ''Ο Ελληνισμός και η Μητροπολιτική περιφέρεια Μελένοικου'' υποστηρίζει ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, ζούσαν ’’520 Σλαβόφωνοι Έλληνες’’ στο χωριό, δεχόμενος το ποσοστό που αναφέρει ο Brancoff στο βιβλίο του, παραπέμποντας βέβαια σε ’’Βούλγαρους’’, αριθμός που απέχει πολύ λίγο από τη πραγματικότητα (περίπου 480). Το απόσπασμα του αμερόληπτου, συγκριτικά με τους υπόλοιπους, Γκεόργκι Στρέζοφ, δίνει αρκετές πληροφορίες για το Μπούτκοβο του έτους 1891:

''Μπούτκοβο, στις 3 ώρες από τη Τζουμαγιά (Ηράκλεια Σερρών), 4 ώρες νοτίως των Πορροΐων. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την αλιεία. Βρίσκεται στη δυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Εκκλησία* (ελληνική) και ελληνική τσέτα. Ελληνικό σχολείο με περίπου 10 μαθητές. 100 τουρκικές, 50 τσερκέζικες, 25 αθιγγανικές και 40 βουλγαρικές οικίες. Για την αλίευση χρησιμοποιούν μεγάλα τσιγγέλια, καμάκια μέχρι 5 μέτρα μακριά με αιχμές στο τέλος και δίχτυα.''

*Δεν είναι ξεκάθαρο στη μετάφραση, αν όντως πρόκειται για ελληνική εκκλησία.

   Από την παραπάνω πηγή σχετικά με το Μπούτκοβο, παρουσιάζονται με ακρίβεια η οικίες των Μουσουλμάνων (Τσιγγάνων, Τσερκέζων και Τούρκων). Εάν τεθεί ως μέσος όρος ότι μια οικογένεια εκείνης της εποχής αποτελούνταν κατά μέσο όρο από 5 άτομα, προκύπτει ένας αριθμός των 875 Μουσουλμάνων. Τόσοι ήταν οι Μουσουλμάνοι που αποχώρησαν κατά το 1923, καθώς και αν τους αφαιρέσουμε από τον πληθυσμό του χωριού το 1913 (1367 άτομα) περισσεύει ένα νούμερο των 492 ατόμων, όσοι, δηλαδή, ήταν οι ντόπιοι κατά την απογραφή του 1928, άρα και οι σλαβόφωνοι Έλληνες (πρώην πατριαρχικοί Σλάβοι) του χωριού.
   Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: ''Μα, δεν υπήρχαν Βούλγαροι ή έστω Σλάβοι εξαρχικοί - Βουλγαρίζοντες, στο Μπούτκοβο;''. Υπήρχαν, αλλά ήταν πάρα πολύ λίγοι. Όταν ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός πόλεμος, μόλις 1 άτομο από το Μπούτκοβο κατατάχθηκε ως εθελοντής στη Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Οργάνωση. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ήταν το χωριό με τους λιγότερους εθελοντές σε αυτή την οργάνωση. Μετά τον Β' Βαλκανικό πόλεμος και την κατάληψη της περιοχής από τους Έλληνες, 15 άτομα εγκατέλειψαν τη περιοχή για τη Βουλγαρία. Από αυτούς που έφυγαν τότε, αλλά και από ορισμένους ακόμη που μετανάστευσαν στα επόμενα χρόνια, υποβλήθηκαν συνολικά 17 αιτήσεις βάσει της εθελούσιας μετανάστευσης που προέβλεπε η Συνθήκη του Νεϊγύ. Συνεπώς, οι εξαρχικοί Σλάβοι της Κερκίνης δεν υπερέβαιναν τα 50 άτομα στις αρχές του 20ου αιώνα.

Οι Πατριαρχικοί Σλάβοι (ή σλαβόφωνοι Έλληνες) της Κερκίνης
   Η πατριαρχική σλαβόφωνη κοινότητα της Κερκίνης ήταν η μεγαλύτερη της περιοχής του Μπέλες (480 άτομα). Δύο πολύ μικρότερες υφίσταντο στα διπλανά χωριά. Στο Μοναστηράκι 35 άτομα και στο Σταυροδρόμι 25 επρόκειτο να αποτελέσουν αργότερα το ντόπιο πληθυσμό. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, διέθεταν ελληνικό σχολείο στο Μπούτκοβο αλλά και, κατά πάσα πιθανότητα, εκκλησία. Η ύπαρξη του ελληνικού σχολείου δεν αποκρύπτεται ούτε από τον Brancoff το 1905, ο οποίος όμως περιορίζει αισθητά τον αριθμό των μαθητών σε 15, διογκώνοντας παράλληλα τα βουλγαρικά ποσοστά. Το προξενείο Σερρών μέσω εμβασμάτων, ενίσχυσε το ελληνικό σχολείο του Μπουτκόβου τα έτη 1886-1889, οπότε διακόπηκε προσωρινώς η χρηματοδότηση για άγνωστους λόγους. Στα επόμενα έτη πάλι υπάρχουν στοιχεία για διδασκάλους δικαιούχους ενός ετήσιου επιδόματος για τη συντήρηση των σχολείων. Συγκεκριμένα, τη χρονιά 1897-1898 ο εκπαιδευτικός του Μπουτκόβου, Π. Δ. Κορδόπαλος, δικαιούνταν 10 οθωμανικές λίρες και την επόμενη χρονιά δικαιούχος ήταν ο Δημήτριος Ν. Μουταφτσής, με το ίδιο πόσο. Ξανά το 1904 το προξενείο επιχορήγησε το σχολείο Μπουτκόβου με 15 οθωμανικές λίρες, δικαιούχους εκείνης της χρονιάς ήταν ο δάσκαλος Αθανάσιος Ιωαννίδης.
   Από την γλώσσα των ντόπιων, έχουν διατηρηθεί κάποια τοπωνύμια, λέξεις ακόμη και καθημερινές εκφράσεις, τις οποίες μέσω αυτών, γνωρίζουν αρκετοί κάτοικοι άλλων χωριών, ερχόμενοι σε επαφή με αυτούς. Για παράδειγμα:
  • Ίμας παρί, ζα ντα κούπιμε γκρόστοβε; (Имаш пари за да купиме гроздове?) = Έχεις λεφτά για να αγοράσουμε σταφύλια;  
  • ΠΑΡΟΙΜΙΑ: Νέμα ραμπότα, νέμα μπομπότα. (Нема работа, нема бобота.) = Δεν έχει δουλειά, δεν έχει μπομπότα. (καλαμποκόψωμο που ήταν πολύ διαδεδομένο στην κατοχή)
  • Έλα τούκα. Σο πράις; Άρνο. (Ела тука. Шо прајш? Арно.) Έλα εδώ. Τί κάνεις; Καλά.
 Ας σημειωθεί ότι η παραπάνω γλώσσα, ομιλείται σήμερα στη Π.Γ.Δ.Μ. με ελάχιστες διαφοροποιήσεις (σε αντίθεση με τα σημερινά Βουλγαρικά, με τα οποία διαφέρει αρκετά) και ανήκει στην οικογένεια των Νοτιοσλαβικών γλωσσών. Αυτή η γλώσσα των Σλαβόφωνων Ελλήνων, θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο της Σλαβομακεδονικής γλώσσας, όπως την αναφέρουν οι ελληνικές αρχές το 1928, η οποία ομιλείται μέχρι και σήμερα στη περιοχή του Πετρίτς της Βουλγαρίας και σε μέρη της Ελλάδας, όπως η κεντρική και δυτική Μακεδονία. Στη περίπτωση όμως της Ελλάδας, όλοι οι ομιλητές της σήμερα είναι δίγλωσσοι. Η σύνδεση αυτή της Σλαβομακεδονικής γλώσσας με τους κατοίκους των 3 χωρών δεν επηρεάζει, και ούτε πρέπει να επηρεάζει, τις συνειδήσεις των ομιλητών της, καθώς οι ίδιοι επέλεξαν τον δρόμο που θα ακολουθήσουν πριν από πολλά χρόνια.
 
Η έλευση των προσφύγων στη Κερκίνη
   Σύμφωνα με τους καταλόγους της ΕΑΠ, οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό μέχρι το 1928 ήταν 321 άτομα (86 οικογένειες). Εδώ βέβαια, συνέβη το εξής φαινόμενο. Στον κοντινό οικισμό Κορυφούδι (πρώην Κιουλαχλή) εγκαταστάθηκαν 101 πρόσφυγες, αλλά στην απογραφή του ίδιου έτους οι κάτοικοι ήταν μόλις 73. Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι πέθαναν μαζικά από τις αρρώστιες, που μετέφεραν τα κουνούπια της περιοχής. Ωστόσο, παρόλο που ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν κοντά λίμνες και ποτάμια πέθαναν από ελονοσία, τα στοιχεία δείχνουν για τη περιοχή μια σταθερότητα (με μικρή αύξηση) στα ποσοστά, αντί για μείωση. Ενδεχομένως, οι αποθανόντες από τις κακουχίες να μην προσμετρήθηκαν στον τελικό αριθμό των προσφύγων και γι' αυτό οι περισσότερες οικογένειες να αντιστοιχούν σε λιγότερο από 4 άτομα, αντί για 5 που περιελάμβαναν σχεδόν κατά κανόνα όλες οι οικογένειες. Πέρα από τα στατιστικά, στο Κορυφούδι δεν σημειώθηκε ένας μαζικός θάνατος κατοίκων, αλλά μια ''μαζική'' μετανάστευση στη Κερκίνη. Είναι ακόμα γνωστό στη περιοχή, πως όταν η ΕΑΠ εγκατέστησε τους πρόσφυγες στο απομονωμένο Κορυφούδι, πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Κερκίνη προκειμένου να αποκατασταθούν επαγγελματικά ευκολότερα. Όπως, φαίνεται στην απογραφή, ο αριθμός πρέπει να ήταν γύρω στα 30 άτομα. Ορισμένοι από αυτούς ζουν στη Κερκίνη και έχουν μέχρι σήμερα τίτλους ιδιοκτησίας για οικόπεδα στο Κορυφούδι. Συνεπώς, χρειάζεται να ανεβάσουμε τον αριθμό των προσφύγων στη Κερκίνη στα 350 άτομα. Έτσι από τους 832 συνολικούς κατοίκους, οι υπόλοιποι 482 ήταν οι ντόπιοι Σλαβόφωνοι. Αυτό το γεγονός (ότι δηλαδή ο αριθμός των σλαβόφωνων της Κερκίνης έμεινε σταθερός από το 1913 μέχρι το 1928) μπορεί να αποδοθεί στις μολυσματικές ασθένειες των κουνουπιών. Αντίστοιχα και ο μουσουλμανικός πληθυσμός του Μπουτκόβου έμεινε περίπου σταθερός μεταξύ των ετών 1891 και 1923. 

Η κατασκευή της Λίμνης Κερκίνης
   Τα έργα για τη κατασκευή μιας τεχνιτής λίμνης, που ξεκίνησαν το 1929 και τελείωσαν το 1932, ανατέθηκαν στις αμερικανικές εταιρίες John Monks & Sons, Ulen & Company. Η αναγκαιότητα αυτών των έργων ήταν πολύ μεγάλη, μιας που μέσα στην εικοσαετία 1914-1934 άλλαξε η κοίτη του ποταμού πέντε φορές ενώ τη περίοδο 1918-1934 σημειώθηκαν επτά έτη πλημμύρων. Τα έργα δεν σταμάτησαν εδώ. 

Η λίμνη Κερκίνη σήμερα

Στις επόμενες δεκαετίες κατασκευάστηκε το φράγμα της λίμνης, που βρίσκεται σήμερα στο Λιθότοπο, αναχώματα κ. ά., τα οποία όμως κατά τη διάρκεια των ετών παρουσίαζαν προβλήματα. Η λήξη των κατασκευών έφτασε τη δεκαετία του '80.    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Ρομά του Νομού Σερρών

   Σύμφωνα με την παράδοση, οι Οθωμανοί μπέηδες των Σερρών έφεραν π ριν από πολλά χρόνια τους/τις προγόνους των με λών των ρομικών ομάδων από την Αίγυπτο , για να κ αλλιεργήσου ν τα τσιφλίκια το υς. Σ ύμφωνα με τα γραπτά τεκμήρια όμως, η παρουσία των Ρ ομ στην περιοχή των Σερρών καταγράφ εται στο δε ύτερο ήμισυ του 15 ου αιώνα και στο 16ο αιώνα, ενώ συγκεκριμένε ς μαρτυρίες φανερών ουν τη δράση τους κατ ά τη διάρκεια της δεύτερης περι όδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (από το 17ο αιώνα και έ ντευθεν) . Την εν λόγω περίοδο, η σύνδεση της οικονομικής ζ ωής της Οθωμανικής Αυτοκρατ ορίας με αυτή των Δυτ ικοευρωπαϊκών χωρ ών προκάλεσε σημάντικές αλλ αγές στον τρόπο και στους ρυθμούς της αγροτικής παραγωγής, οι οποί ες προσ δίδουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την πρ οσπάθεια της Οθωμανικής δ ι οίκησης να οδηγήσει διάφ ορες ρομι κές ομάδες σε μόνιμη εγκατάστασ η σε διά φορες αγ ροτικές της περιοχές. Οι ιδιαίτ ερες συνθήκες κάτω από τις οποίες οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με τη δράση

Οι Τσάμηδες και ο αλβανικός ανθελληνισμός

Η Ιστορία των Τσάμηδων    Μπορώ να πω ότι αυτό το θέμα σχετικά με την ιστορία Τσάμηδων όπως και η ιστορία των Σουλιωτών και Αλβανών ήταν από τα πιο περίπλοκα θέματα, διότι υπάρχουν πολλά ασαφή κενά και λανθασμένα κείμενα, ή και προπαγανδιστικά, σε αυτήν την ιστορία, τα οποία μπορούν να μας δημιουργήσουν λανθασμένες αντιλήψεις ανα πάσα στιγμή. Για παράδειγμα, όταν έψαξα για τους Τσάμηδες στην σειρά εγκυκλοπαιδειών Χάρη Πάτση (Βασική Εγκυκλοπαίδεια των Νέων, Νεώτατη έκδοση 1981-1982), τους ανέφερε ως αλβανικής καταγωγής. Συγκεκριμένα: Η περιοχή της Τσαμουριάς ΤΣΑΜΗΔΕΣ:  Κάτοικοι της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας), αλβανικής καταγωγής. Τσάμηδες ονομάσθηκαν κυρίως εκείνοι από τους κατοίκους που ασπάσθηκαν την μουσουλμανική θρησκεία (κατα τον 17ο και 18ο αιώνα), για να διατηρήσουν την περιουσία τους. Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες, κατά την απογραφή του 1940 έφθαναν τις 18.000 μέσα σε 65.000 πληθυσμό του νομού Θεσπρωτίας, κατείχαν δε τις πιο εύμορφες περιοχές του νομού. Σήμερα δ

Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 1ο)

  Δείτε επίσης: Σημαντικοί όροι για την Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 5ο) Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 4ο) Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 3ο)  Γ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ 1. Το αγροτικό ζήτημα - Περιληπτική απόδοση:     Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα η αγροτική οικονομία έχασε σταδιακά την πρωταρχική σημασία που είχε για τις κοινωνίες του «δυτικού κόσμου»*. Η Ελλάδα βάδιζε με πιο αργούς ρυθμούς προς την ίδια κατεύθυνση. Εξ' αιτίας αυτών των εξελίξεων, άνοιξαν οι δρόμοι για την αγροτική μεταρρύθμιση*. Στον ελληνικό χώρο το πρόβλημα της έγγειας ιδιοκτησίας δεν γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η σταδιακή διανομή των εθνικών γαιών* δημιούργησαν πλήθος αγροτών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, γεγονός που λειτούργησε θετικά, καθώς αποφεύφθηκαν εντ