Του Δημητρίου Ζάχου, Αναπληρωτή καθηγητή ΑΠΘ
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Οθωμανοί μπέηδες των Σερρών έφεραν πριν από πολλά χρόνια τους/τις προγόνους των μελών των ρομικών ομάδων από την Αίγυπτο, για να καλλιεργήσουν τα τσιφλίκια τους. Σύμφωνα με τα γραπτά τεκμήρια όμως, η παρουσία των Ρομ στην περιοχή των Σερρών καταγράφεται στο δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα και στο 16ο αιώνα, ενώ συγκεκριμένες μαρτυρίες φανερώνουν τη δράση τους κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (από το 17ο αιώνα και έντευθεν). Την εν λόγω περίοδο, η σύνδεση της οικονομικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με αυτή των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών προκάλεσε σημάντικές αλλαγές στον τρόπο και στους ρυθμούς της αγροτικής παραγωγής, οι οποίες προσδίδουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την προσπάθεια της Οθωμανικής διοίκησης να οδηγήσει διάφορες ρομικές ομάδες σε μόνιμη εγκατάσταση σε διάφορες αγροτικές της περιοχές. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με τη δράση των ρομικών ομάδων στην περιοχή των Σερρών παραμένει όμως ζήτημα προς διερεύνηση.
Η εικόνα της ρομικής παρουσίας στην περιοχή των Σερρών γίνεται πιο καθαρή το 19ο αιώνα, όταν η βαθμιαία εξαφάνιση της παραγωγής του βαμβακιού και του ρυζιού, δηλαδή των δύο σημαντικότερων μονοκαλλιεργειών του κάμπου των Σερρών, οδήγησε στην αποσύνθεση των τσιφλικιών και στη συγκέντρωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού στις ορεινές περιοχές. Τότε η Οθωμανική διοίκηση, στο πλαίσιο της προσπάθειας εκσυγχρονισμού και ανόρθωσης της φθίνουσας αγροτικής της οικονομίας, έλαβε δύο σημαντικά μέτρα, τα οποία είχαν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή και στις δραστηριότητες των μελών των ρομικών ομάδων:
1) Με το πρώτο από αυτά, απελευθερώθηκαν όλοι οι δουλοπάροικοι της αυτοκρατορίας.
2) Ενώ με το δεύτερο, αναγνωρίστηκε η ιδιοκτησία επί τμημάτων της γης.
Με τις αλλαγές αυτές, σημειώθηκαν μεγάλες μετακινήσεις των απελευθερωμένων (πρώην) δουλοπάροικων σ' ολόκληρη την Βαλκανική Χερσόνησο, με τις οποίες φαίνεται ότι συνδέεται και η άφιξη διάφορων ρομικών ομάδων στην περιοχή των Σερρών, τα μέλη των οποίων προήλθαν από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία αλλά και από άλλες περιοχές του ανατολικού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως δείχνουν οι γλωσσικές διαφορές των νεοφερμένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα τα μέλη ορισμένων ρομικών ομάδων όχι μόνον δεν ομιλούν, αλλά ούτε καν γνωρίζουν τη Ρομανές, αλλά έχουν ως μητρική τους γλώσσα είτε τη Βουλγαρική, είτε την Τουρκική.
Σ' ό,τι αφορά την χωρική τους εγκατάσταση, φαίνεται ότι ο κύριος όγκος των εν λόγω ομάδων κατευθύνθηκε προς τα τσιφλίκια του κάμπου των Σερρών, στα οποία έγιναν κολίγοι και παρακεντέδες (δούλοι). Άλλες ομάδες νεοφερμένων δημιούργησαν ξεχωριστούς οικισμούς κοντά στα τσιφλίκια, με τα οποία μέλη τους φαίνεται ότι διατηρούσαν μια χαλαρή και περιστασιακή/εποχιακή εργασιακή σχέση, ενώ παράλληλα καταγίνονταν με την καλαθοπλεκτική, δηλαδή με την κατασκευή κοφινιών και ψαθών, καθώς και με την συλλογή και την διάθεση των καλαμωτών. Τέλος, ορισμένα μέλη άλλων ομάδων, με μακρόχρονη παρουσία στην περιοχή, ασχολήθηκαν με τη διασκέδαση (μουσικοί, αρκουδιάρηδες, χειρομάντεις), με την επεξεργασία του σιδήρου και με τη συντήρηση διάφορων οικιακών μεταλλικών αντικειμένων, με την αλιεία στη λίμνη του Αχινού και με τη συλλογή βαλτωδών προϊόντων. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί, ότι στο νομό Σερρών φαίνεται ότι δραστηριοποιούνταν και ένας σημαντικός αριθμός νομάδων ρομικής προέλευσης στις αρχές του 20ου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, στην περιοχή των Σερρών υπήρχαν 59 ελευθεροχώρια και 56 τσιφλίκια, τα περισσότερα από τα οποία αντιμετώπιζαν οξύτατα προβλήματα βιωσιμότητας. Ιδιαίτερα τα τσιφλίκια που βρίσκονταν γύρω από την (τότε) λίμνη του Αχινού αντιμετώπιζαν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα, αφού οι καλλιέργειές τους πλήττονταν από τις πλυμμήρες του Στρυμόνα. Οι δυσκολίες αυτές οδήγησαν πολλούς από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους να πουλήσουν τα εν λόγω τσιφλίκια σε Εβραίους ή σε Έλληνες, ενώ ανάγκασαν τις διοικητικές αρχές να μελετήσουν το ενδεχόμενο λήψης δραστικών μέτρων για την ανακούφιση της περιοχής και των ανθρώπων της. Σ' αυτό το πλαίσιο, το 1880 εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο αποξήρανσης της λίμνης του Αχινού. Οι ρομικής και βουλγαρικής καταγωγής καλλιεργητές/τριες των τσιφλικιών αυτών, εκτός από τις δυσκολίες της εργασίας τους, είχαν να αντιμετωπίσουν τις λάσπες, τους βούρκους, τα στάσιμα νερά και τη θανατηφόρα ελονοσία. Οι κολίγοι διέμεναν σε καλύβες, οι οποίες ήταν φτιαγμένες από καλάμια και χώμα και συγκεντρωμένες -σε χαμηλότερο έδαφος- γύρω και από το διώροφο πύργο του τσιφλικά ή του επιστάτη του, έτσι ώστε ο «αφέντης» να έχει την δυνατότητα να τους/τις ελέγχει. Οι συνθήκες διαβίωσης στα τσιφλίκια ήταν ιδιαίτερα αντίξοες, γεγονός που οδήγησε τον Μητροπολίτη Ξάνθης Καλλίνικο (Ευτιχίδη) τον Β' να υποστηρίξει ότι η ζωή των κολίγων του τσιφλικιού Μουνούχ (Μαυροθάλασσα) ήταν χειρότερη από αυτή των ειλώτων, επειδή αυτοί/ες «καματούσι υπό του βάρους των χρεών και ενδεχομένως αδυνατούσι απελευθερώσιν αποζώσιν αθλίως εκ των ψυχών της πλούσιας αυτού εσοδίας, δι ο και δυστυχώς κατέστησαν αυτοί τούτο ηλίθιοι, τουτ' αυτό δε ρητέρον και περί του Μουνούχι» (Αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών στο εξής Α. Υ. Ε. 1876).
Στο τέλος του 19ου αιώνα όμως, η ήδη χειμαζόμενη οικονομική και κοινωνική ζωή του νομού Σερρών δέχτηκε νέο πλήγμα από τον ανταγωνισμό της Ελλάδας με την Βουλγαρία και την Σερβία για τα εδάφη της Μακεδονίας. Την περίοδο αυτή στα πλαίσια αυτής της διαμάχης διεξήχθηκαν από φορείς και άτομα διάφορες «απογραφές» του πληθυσμού της Μακεδονίας, οι οποίες, παρά την -σε αρκετές περιπτώσεις εμφανή- μεροληπτική στάση των φορέων τους σε σχέση με τους/τις ομοεθνείς τους, σήμερα αποτελούν ένα χρήσιμο και καλό εργαλείο για την ιστορική πορεία των ρομικών ομάδων της περιοχής των Σερρών. Οι σημαντικότερες από αυές έγιναν:
1) Από Ανώνυμο συγγραφέα, ο οποίος σε άρθρο του στο περιοδικό «Ημερολόγιον της Ανατολής» κατέγραψε 6 Αθιγγανόφωνα χωριά στην περιοχή των Σερρών, τα οποία κατοικούνταν από 847.
2) Από τον ταγματάρχη του ελληνικού στρατού Νικόλαο Σχινά (1886), ο οποίος στο οδοιπορικό του κατέγραψε:
- Στον Καζά (Διαμέρισμα) Σερρών: 2.000 Χριστιανούς Αθίγγανους και 1.400 Μωαμεθανούς Αθίγγανους.
- Στον Καζά Δεμίρ - Χισάρ (Σιδηροκάστρου): 700 Χριστιανούς Αθίγγανους
- Στον Καζά Ζίχνης: 580 Χριστιανούς Αθίγγανους
- Στον Καζά Μελενικίου: 1.200 Μωαμεθανούς Αθίγγανους
ΣΥΝΟΛΟ: 3.280 Χριστιανοί και 2.600 Μωαμεθανοί = 5.880 Αθίγγανοι
3) Από τον (πρώην γυμνασιάρχη Σερρών) Πέτρο Παπαγεωργίου, ο οποίος στο βιβλίο του, το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1894, κατέγραψε ρομική παρουσία σε 12 χωριά της περιοχής των Σερρών.
4) Από τον Σέρβο εθνογράφο Gopcevic, ο οποίος κατέγραψε το 1889 1.800 Αθίγγανους/ες στον καζά Σερρών (Επαρχίες Σερρών και Βισαλτίας σήμερα) και 700 στον καζά Ζίχνης.
5) Από τον Βούλγαρο K'ncov, το βιβλίο του οποίου πρωτοεκδόθηκε το 1900, ο οποίος κατέγραψε 4.563 άτομα ρομικής καταγωγής σε σύνολο 103.121 κατοίκων περιοχής των Σερρών.
6) Από τον Έλληνα περιηγητή Ζώτο Μολοσσό, ο οποίος στις αρχές του 20ου αιώνα πέρασε από το Δεμίρ - Χισάρ (Σιδηρόκαστρο) και κατέγραψε 200 Τουρκικές και Αθιγγανικές οικογένειες.
7) Από τον Βούλγαρο Brancoff, ο οποίος σε 19 χωριά, σε 2 ημιαστικές περιοχές, σε έναν ξεχωριστό συνοικισμό της πόλης των Σερρών κατέγραψε συνολικά 2.650 άτομα ρομικής καταγωγής το 1905.
(Απόσπασμα από το άρθρο του Δημήτρη Ζάχου, “Όψεις της κοινωνικής ιστορίας
των Ρομικών ομάδων του νομού Σερρών και της σχέσης τους με την επίσημη
εκπαίδευση του ελληνικού κράτους (1880-1940), δημοσιευμένο στο “Το Βήμα των
κοινωνικών επιστημών”, τ. ΙΕ', τεύχος 60, Αθήνα, 2011, σ. 223-246.)
Δείτε επίσης: Περιγραφές των Ρομά κατά την θύελλα των εθνικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία
Δείτε επίσης: Περιγραφές των Ρομά κατά την θύελλα των εθνικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου