1. ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΙΑ "Αν το ασήμι και το χρυσάφι υπηρέτησαν την πολυτέλεια,
το σίδερο, το ατσάλι, ο χαλκός (μπακίρι), ο μπρούντζος, το καλάι (μίγμα από
μολύβι και κασσίτερο) κάλυψαν αμέτρητες πρακτικές ανάγκες. Ο τενεκές (τσίγκος,
λευκοσίδηρος) χρησιμοποιήθηκε πλατιά κατά το 19ο αιώνα. Στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας (και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες) υπήρχε σε κάθε χωριό, και
το πιο μικρό, κάποιο μεταλλοτεχνικό εργαστήριο. Αν όχι για κατασκευή,
τουλάχιστον για τη συντήρηση και επισκευή των σκευών και των εργαλείων. [...]
Παραγωγοί όλων αυτών των αντικειμένων ήταν οι κοινωνικά υποβαθμισμένοι
"γύφτοι". Από τα χέρια και από το καμίνι τους έβγαιναν εργαλεία και
σκεύη (υνία, καζάνι, φτυάρια, μαχαίρια, δοχεία, σιδεροστεφάνια κ.ά.),
εξαρτήματα οικοδο- || μών (σιδεριές για παράθυρα, κλειδαριές, μάγγανα, ρόπτρα
κ.ά.)." ΛΑΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, Σημειώσεις σ. 398-399
ΜΟΥΣΙΚΗ "Από την άλλη μεριά του ελληνισμού, ψηλά στην Ήπειρο,
μια άλλη ιδιαιτερότητα μας εντυπωσιάζει (τουλάχιστον ως προς την ένταση και την
έκτασή της. Γιατί το φαινόμενο δεν σπανίζει και αλλού, και σε παλαιότερους
χρόνους): τον τόνο στη μουσική δίνουν εκεί τα γύφτικα τραγούδια. Οι γύφτοι
γύριζαν παντού για να καλύπτουν μουσικά, αυτοί αποκλειστικά τις κοινωνικές
εκδηλώσεις και πρώτιστα πανηγύρια και γάμους. Ακόμα και σε χωριά ορεινά, με
ποιμενικό χαρακτήρα, όπου επικρατούσε η φλογέρα, τους γύφτους καλούσαν για να
παίξουν σε γάμους και πανηγύρια.
Η
γύφτικη μουσική είναι μια σημαντική άνθηση σ' ένα χώρο γεμάτο -τότε- στέρηση
και καθυστέρηση. Ασφαλώς δεν έχουμε, ούτε εδώ -όπως δεν έχουμε και σε
οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση της λαϊκής τέχνης- το φαινόμενο της καλλιτεχνικής
αυτονομίας. Κάθε άλλο μάλιστα : οι γύφτοι έπαιζαν μουσική για να επιβιώσουν,
αυτή ήταν η δουλειά τους, κατά κανόνα μάλιστα συμπληρωματική της άλλης δουλειάς,
του καμινιού. [...] ||
Εν
εκάστω χωρίω απαντώνται και 4-5 οικογένειαι Γύφτων, εχόντων τα ήθη, έθιμα και
θρησκείαν των λοιπών κατοίκων. Οι εκ της Ινδικής προελθόντες ούτοι (...), όντες
ενταύθα υπομέλανος χρώματος, ακάθαρτοι, ρυπαροί, ψεύσται και δειλοί, ενασχολούνται
ιδίως εις την σιδηρουργικήν, δεν συνάπτουσι μετά των Ελλήνων και Βλάχων
επιγαμίας, πληθύνονται ως οι Εβραίοι και κατέχουσι το ουράνιον δώρον, την
μουσικήν, αυτοί μόνοι δυστυχώς ενταύθα..." ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ, Σημειώσεις, σ.
364-365
2. Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΩΝ ΡΟΜΑ ΤΟΥ ΝΤΕΜΙΡ ΙΣΑΡ (Σιδηροκάστρου) "Οι πολλαχού της Τουρκίας
απαντώμενοι Ατσίγγανοι ή Γύφτοι ευρίσκονται και εν Δεμίρ Ισσάρ. Ενταύθα οι μεν είνε Μωαμεθανοί, όσον είνε
δυνατόν να έχη θρησκείαν ο Γύφτος, οι δε Χριστιανοί. Οι πρώτοι κατοικούσιν αναμεμιγμένοι μετά των Τούρκων,
υπηρετούντες αυτούς, ή καταγινόμενοι εις σιδηρουργικήν ή χρησιμεύοντες εις τα
τσιφλίκια ως αλωνισταί κτλ., ή όντες χαλάτσηδες. Οι δεύτεροι κατοικούσιν
ολίγον ανωτέρω της ελληνικής συνοικίας, αποτελούντες ιδίαν όλως συνοικίαν,
όντες πάντες σχεδόν μυλωθροί ή
σιδηρουργοί. Οι πρώτοι εμιμήθησαν
αρκετά τα ήθη των Τούρκων, αι γυναίκες των όμως δεν κρύπτονται. Εφ' όσον
δεν μιμούνται αυτούς, είνε καθαροί Γύφτοι, ομοιάζοντες τους χριστιανούς
ομοφύλους των, πλην ότι αι γυναίκες των
σχεδόν άπασαι είνε άνευ αιδούς διεφθαρμένα γύναια. Κατά την μορφήν άσχημοι μεν δεν είνε, υπομέλανες όμως, άνδρες και
γυναίκες. Γλώσσαν ομιλούσιν ιδίαν την Γυφτικήν (τα Γιούφτικα, διότι ουχί
Γύφτους αλλά Γιούφτους τους λέγομεν κοινώς, το υ δηλ. ως το γαλλικόν u σχεδόν).
Σημειώ ενταύθα τινάς λέξεις αυτής. Μαρό ψωμί, μασγιό ψάρι, πανί νερό, μολ
κρασί, τατό ζεστό, σιντρό κρύο, μποκογιό κολλούρα, νανάι όχι, ακατκάσε εδώ,
σόσκε τί κάμνεις; έλα καρί ή έλα κανά έλα εδώ, σκομπορλιάν τόσους παράδες,
άτζιπ πάντς παρά από πέντε παράδες, νάsche σήκου, νακαμό δεν θέλω, γαντζιάρα
γαϊδούρα, περ περιπάτει, νανάι οβολός δεν έχω παρά (ούδ' οβολόν), πικάsche
ήμισυ, ασέ κοράσιον, μπαλό χοίρος, τσοκάλ σκύλος, λαγγό χωλός. || Αριθμούσι δ'
ούτω: ον 1, ντούι 2, τσιν 3, σταρ 4, παντς 5, chοφ 6, εφτά 7, οχτώ 8, εννιά 9,
dische 10, bische 20. Οι Έλληνες καλούσιν αυτούς Γύφτους, οι Τούρκοι Τσεγγενέ
(δεν ομοιάζει προς το Ινδικόν Tsandala). Και
οι Έλληνες καλούσι τους ομοφύλους των, τους επιτηδεύοντας των γανωτικήν
σκηνίτας, Τσιγγατάριδες. Οι δε Βούλγαροι guptin. Οι Τούρκοι όμως γράφοντες
καλούσιν αυτούς Kuptis, Kuptian (το αυτό με το Κόπτης (;), Γύφτος),. Αλλ' αυτοί
ούτοι οι παράδοξοι άνθρωποι καλούσιν εαυτούς Ρωμ! Είνε δελοί, δειλότατοι, ταπεινοί δούλοι και υποκλινέστατοι (λέγομενοι
φοβείται 'σαν το Γύφτο)' τρέμοντες και οδυρόμενοι και ένα παράν αν χάσωσι ή δεν
δύνανται να λάβωσι (λέγομεν αυτός είνε Γύφτος, επί του λίαν υπερβολικού
φειδωλού) Δόλιοι δεν είνε, είναι πολύ περισσότερον περιποιητικοί και ιλαρώτεροι
των Βουλγάρων, ήμεροι και ευαγωγοί. Οι Χριστιανοί εξ αυτών συχνάζουσι εις
την εκκλησίαν, οι Τουρκόγυφτοι δεν πατούσι το Τζαμί. Εκτελούσι τα τυπικά χρέη
του Χριστιανού. Αι γυναίκες των μετ' ευλαβείας φοβεράς φυλάττουσι το τριήμερον
της Μ. Τεσσαρακοστής. Ζώσι βίον οικογενειακόν οπωσδήποτε χρηστόν. Μέχρι τούδε
γράμματα ποτέ δεν εμάνθανον. Από τινός όμως ήρχισαν να στέλλωσι τους παίδας των
εις το ελληνικόν δημοτικόν σχολείον. Σχετίζονται
πολύ μετά των Ελλήνων, στέλλουσι όμως τα κοράσια των ως υπηρέτιδας και εις τα
τουρκικά χαρέμια. Καθόλου θεωρούνται ως τα ακαθαρτότατα της κοινωνίας όντα,
χωρίς όμως να μισώνται. Ουδείς δε υπάρχει όστις να λάβη πρόνοιάν τινά
βελτιώσεως της καταστάσεώς των. Είνε
όλως διόλου αβλαβείς και ειρηνικώς ζώσι μετά πάντων." Δημητριάδης
Σωτήριος, “Υπομνηματικαί τινές σημειώσεις περί Δεμίρ Ισσαρίου”, Παρνασσός, 1878, σ. 537-538.
3. "Gypsies.
Whether Muslim or Christian, Gypsies could be encountered in every city and
town in the Ottoman Empire. They arrived at different times from different
lands and were considered by all other
groups to be social outcasts. Marriages with wealthy Christian tsigani
(Gypsies) were rare exceptions. As
professional blacksmiths and, particularly, musicians, they were disdained
by others who related them to the lowest social level along with beggars and
prostitutes. It was not uncommon for
them to be || regarded as Turkish spies, sent on purpose by the authorities to
settle among other ethnic groups." Gavrilova Raina, Bulgarian Urban Culture in the Eighteenth
and Nineteenth Centuries, Massachusetts, 1999, σ. 71-72.
4. Τσιγγάνοι.
Ο βουλγαρικός πληθυσμός της Μακεδονίας τους ονομάζει
Γκιούπτσι ή Εγκιούπτσι (Γιούφτους ή Εγιούφτους). Αυτό δείχνει ότι ο βουλγαρικός
πληθυσμός τους θεωρούσε επήλυδες από την Αίγυπτο. Οι Τούρκοι τους ονομάζουν
Τσεγγενέ, γεγονός που δείχνει ότι τους θεωρούν ως επήλυδες από την Κίνα (τουρκ.
Τσιν).
Στη Μακεδονία ο τσιγγανικός πληθυσμός είναι
πολυάριθμος στις νότιες εύφορες πεδιάδες. Λιγότεροι βρίσκονται στα ανατολικά
μέρη της περιοχής. Στη δυτική Μακεδονία υπάρχουν μεγάλες τσιγγανικές γειτονιές
στις πόλεις, ενώ στα βόρεια μέρη είναι ιδιαίτερα λίγοι.
Μεγάλο μέρος του τσιγγανικού πληθυσμού από τη Νότια
και Μέση Μακεδονία κατοικεί σε τσιφλίκια. Οι
Τούρκοι μπέηδες ανάγκασαν αυτό το περιπλανώμενο έθνος να καλλιεργεί τις γαίες,
όπως έκαναν και οι Βογιάροι στη Ρουμανία. Στις
πόλεις όπου υπάρχει περισσότερος τουρκικός πληθυσμός, και στα μεγάλα πιο
πλούσια τουρκικά χωριά υπάρχουν σημαντικοί τσιγγανικοί μαχαλάδες, οι κάτοικοι
των οποίων ζουν υπηρετώντας τα πλούσια τουρκικά σπίτια. Εκτός αυτού, παντού στη
περιοχή, λίγοι εδώ και λίγοι εκεί, υπάρχουν Τσιγγάνοι σιδεράδες. Όπως και σε
άλλα μέρη της (Βαλκανικής) χερσονήσου, έτσι και στη Μακεδονία, είναι οι
κυριότεροι εργάτες πρωτόγονων γεωργικών δουλειών.
Στη Θεσσαλονίκη
υπάρχει μια όχι μεγάλη τσιγγανική συνοικία, που βγάζει μουσικούς για τα χωριά.
Στο κάμπο της Θεσσαλονίκης υπάρχει σημαντικός αριθμός τσιγγάνος στα τσιφλίκια
στα πιο χαμηλά και ανθυγιεινά μέρη γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών και την
εκροή της Καρά Αζμάκ. Εδώ έχει αμιγή τσιγγανικά τσιφλίκια, όπως ο Π'ργκας, το
Τσαούσλεβο και το Β'ρμπενι. Σε αυτά τα βαλτώδη μέρη οι Τσιγγάνοι υπερίσχυαν
δυναμικά παλαιότερα. Τώρα έχει στα τσιφλίκια επήλυδες Βούλγαρους και Έλληνες. Σε ορισμένα μέρη ο παλαιότερος τσιγγανικός
πληθυσμός αναμίχθηκε με νέους επήλυδες και άλλαξε η γλώσσα του. Έτσι,
υπάρχουν πολλοί Τσιγγάνοι στα χαμηλά μέρη γύρω από τον Αξιό, γύρω από την λίμνη
του Αμάτοβου, στον καζά Κιλκίς. Σε όλα τα τουρκικά χωριά της ομάδας γύρω από το
χωριό Βαρλάντζα υπάρχουν διάσπαρτοι Τσιγγάνοι.
Ακόμη πιο πολυάριθμος είναι ο τσιγγανικός πληθυσμός
στα νοτιοανατολικά μακεδονικά πεδινά. Στην ίδια τη πόλη των Σερρών υπάρχει
μεγάλη τσιγγανική συνοικία. Έτσι και στη Πράβιστα και στη Δράμα. Τα πιο
πυκνοκατοικημένα είναι τα τσιγγανικά χωριουδάκια στα τουρκικά τσιφλίκια στα
βαλτώδη μέρη γύρω από τη λίμνη του Ταχίνου, γύρω από το Μπερεκετλή Γκιόλ και
γύρω από τις εκβολές του Νέστου. Γύρω από τη λίμνη του Ταχίνου υπάρχουν 4
καθαρά τσιγγανικά τσιφλίκια, γύρω από το Μπερεκετλή Γκιόλ 12 και στο Σαρί
Σαμπάν 7.
Σημαντικός είναι ο αριθμός των Τσιγγάνων στις πεδινές
περιοχές γύρω από το ποταμό Στρούμιτσα και γύρω από τα βαλτώδη μέρη στη πεδιάδα
των Σκοπίων. Υπάρχουν επίσης, και σε μερικά τσιφλίκια στο Κουμάνοβο. ||
Στα Μογλενά έχει Τσιγγάνους μόνο στο Νίτε. Στη περιοχή
του Τίκφες, του Στιπ, του Βέλες και στη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας ο
τσιγγανικός πληθυσμός είναι μικρός. Στο Τέτοβο, το Κίτσεβο, τη Δίβρη, την
Οχρίδα και τη Πρέσπα οι Τσιγγάνοι ζουν
κυρίως στις πόλεις και πηγαίνουν στα χωριά σαν σιδεράδες, και σαν
οργανοπαίχτες, με νταούλι (ταπάν) και ζουρνά (ζούρλα).
Στη πεδιάδα της Μπίτολας υπάρχουν πολυάριθμοι
τσιγγανικοί μαχαλάδες και στις τρεις πόλεις.
Οι περισσότεροι είναι στη Μπίτολα, όπου σχηματίζουν δύο μεγάλους
μαχαλάδες, ασχολούνται δε εκτός από τη
σιδηρουργία, με τη δημιουργία στρωμάτων και καλυβών από άχυρο. Εδώ έχει πλούσια
τσιγγάνικα σπίτια. Έτσι και στο Πρίλεπ και στη Φλώρινα. Στη περιοχή του Πρίλεπ
έχει Τσιγγάνους σιδεράδες σε όλα τα μεγάλα χωριά και από εκεί περιπλανώνται στα
τσιφλίκια και στα ορεινά χωριά. Ακόμη πιο πολυάριθμοι είναι οι Τσιγγάνοι
στο Σαρί Γκιολ, ειδικά στα τουρκικά χωριά στη περιοχή του Ρούντνικ.
Οι Τσιγγάνοι της Μακεδονίας φέρουν τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά όλης της τσιγγανικής φυλής. Είναι ενεργητικοί, πονηροί,
απρόσεκτοι και μόνο η ωμή δύναμη τους έκανε να δουλέψουν τη γη εδώ και εκεί. Στα Σκόπια, στη Μπίτολα και στις Σέρρες
είναι και χαμάληδες. Στη Θεσσαλονίκη αυτή η ασχολία είναι στα χέρια των Εβραίων.
Σε όλη τη Μακεδονία έχει Τσιγγάνους μουσικούς, οι οποίοι παίζουν τσιγκούλα,
ταπάν και ζούρλα, αλλά πουθενά γκάιντα. Σε
όλη τη Νοτιοδυτική Μακεδονία οι γάμοι γίνονται με τσιγγανική μουσική. Στις
πόλεις οι Τσιγγάνοι και οι Τσιγγάνες διασκεδάζουν τον τουρκικό πληθυσμό με μελωδίες
και τραγούδια. Στα παζάρια, όπου πωλούνται βοειδή, οι Τσιγγάνοι διαδραματίζουν
σημαντικό ρόλο, ως μεσάζοντες.
Από άποψη θρησκείας, η πλειοψηφία του τσιγγανικού
πληθυσμού είναι μωαμεθανοί. Στη βόρεια και βορειοδυτική Μακεδονία υπάρχουν
αρκετοί χριστιανοί Τσιγγάνοι. Στις πόλεις Μπίτολα και Πρίλεπ ένα αξιοσημείωτο
μέρος του τσιγγανικού πληθυσμού είναι χριστιανικό και στους εκκλησιαστικούς
αγώνες πήραν το πλευρό των Βούλγαρων. Οι Τσιγγάνοι της Μπίτολας έχουν παίξει τον
εξής ρόλο: όταν ήρθε η ώρα οι αρχές στραφούν κατά των αγωνιστών (των
εκκλησιαστικών αγώνων), τότε το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς πάντα υποστήριζε
την εξαρχική κοινότητα. Από τους Τσιγγάνους του Πρίλεπ, υπάρχει ένας ιερέας
οποίος είναι επικεφαλής της εκείθεν εξαρχικής κοινότητας. Στη Μπίτολα, στον
τσιγγανικό μαχαλά, υπάρχει ένα βουλγαρικό δημοτικό σχολείο, στο οποίο τα
τσιγγανάκια μαθαίνουν πολύ καλά, αλλά σπάνια έρχονται στα μαθήματα. Παντού οι
Τσιγγάνοι είναι πολύ αδιάφοροι όσον αφορά τη θρησκεία και γιορτάζουν μαζί με
τους Τούρκους το Μπαϊράμι, ενώ με τους Βούλγαρους τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου,
τη Πρωτοχρονιά και άλλες γιορτές.
Οι Τσιγγάνοι στη Μακεδονία μιλούν τη δική τους παλιά
γλώσσα, φερμένη από την Ασία, αλλά αναμεμιγμένη με πολλές βουλγαρικές και
τουρκικές λέξεις. Παντού ωστόσο ξέρουν καλά βουλγαρικά και τουρκικά. Στη
Μπίτολα και στο Πρίλεπ, || οι χριστιανοί Τσιγγάνοι, μιλούν στο σπίτι τη
βουλγαρική γλώσσα. Στην Οχρίδα και τη Ρέσνα μερικοί απ’ αυτούς μιλούν αλβανικά,
γεγονός που αποδεικνύει ότι είναι επήλυδες από την Αλβανία τον περασμένο αιώνα.
Ζουν καλά με τους χωρικούς και σε μερικά μέρη είναι
αρκετά πλούσιοι. Στις πόλεις σπάνια λαμβάνουν χώρα γάμοι μεταξύ πλούσιων
Τσιγγάνων και άλλων κατοίκων. Πολλές φορές στον πληθυσμό εμφανίζονται
μελαχρινοί με τσιγγανικές φλέβες.
Ανάμεσα στους νέους Τσιγγάνους συχνά υπάρχουν όμορφες
γυναίκες με ελαφρώς μελαχρινό ή σχεδόν λευκό πρόσωπο. Έχουν συχνά ήπια
συμπεριφορά και σε μερικές πόλεις, για παράδειγμα στα Σκόπια ή στις Σέρρες,
επιδίδονται σε παράνομες πράξεις.
Vasil Kanchov,
Makedonya. Etnografiya I Statistika,
Sofiya, 1900, σ. 114-116.
5. Οι Αθίγγανοι ανήκουσιν τη
ινδογερμανική φυλή και αποτελούσι δύω διαφόρους κατηγορίας, την των εδραίων και την των νομάδων. Τους
πρώτους ευρίσκει τις συνοικούντες ενίοτε εις αρκούντως μεγάλα χωρία, ιδίως ανά
την αλβανική πεδιάδα Μουζάκια, προς νότον του κάτω ρου του ποταμού Σκούμπη,
ένθα κατά τον Πουκεβίλ, εγκατεστάθησαν προ οκτώ αιώνων. Πολλάκις εντούτοις
οικούσιν εν ιδίοις προαστείοις των υπ' άλλων εθνοτήτων οικουμένων πό-|| λεων
και χωρίων, ως τούτο βλέπει τις και εν Ουγγαρία και Σειβενβύργεν. Οι νομάδες
Αθίγγανοι αφ' ετέρου καθίστανται και εν τη χερσονήσω του Αίμου οσημέραι
σπανιώτεροι. Το επάγγελμα των εν Τουρκία
Αθιγγάνων είναι κυρίως η σιδηρουργία και η ιππεμπορία. Επίσης μεταξύ αυτών
εκλέγονται πάντοτε υπό των αρχών οι εκτελεσταί των θανατικών ποινών.
Υπό
θρησκευτικήν άποψιν, κατά τον Ουβιτσίνην, είναι δυσχερής η κατάταξη των
Αθιγγάνων. Ούτοι, κατά το φαινόμενον, ανήκουσιν
εις την θρησκείαν των κατοίκων της χώρας εν η οικούσι. Ούτω δε εισίν, οτέ
μεν μωαμεθανοί, οτέ δε ορθόδοξοι. Πράγματι φαίνεται ότι εισίν ειδωλολάτραι.
Ο
Πουκεβίλ λέγει: "ενόμισαν τινές ότι παρετήρησαν πάντοτε παρά τοις
Αθιγγάνοις μυστικότητα τινα όσον αφορά τας θρησκευτικάς αυτών πεποιθήσεις, αλλ'
η επιφυλακτικότης αυτή προέρχεται μόνον εκ της ελλείψεως πάσης θρησκευτικής
αρχής. Εισί πρόθυμοι να ομολογήσωσι
πάσαν θρησκείαν, ενώ ουδεμίαν πράγματι έχουσιν τοιαύτην. Εν τη διαλέκτω αυτών,
"Γκίφτας" λεγομένη, ουδεμία υπάρχει ιδία λέξις εκφράζουσα την έννοιαν
"Θεός". Οι μωαμεθανοί Αθίγγανοι μεταχειρίζονται την λέξιν
"Αλλάχ", οι ορθόδοξοι μεταχειρίζονται την ελληνικήν λέξιν
"Θεός" και ούτω χρώνται πάντοτε της λέξεως του έθνους παρ' ω οικούσι.
Επίσης οι Αθίγγανοι ουδεμίαν έχουσιν εν τη ιδία γλώσση λέξιν δια την έννοιαν
"ανθρώπινη ψυχή".
Περαιτέρω
ο Πουκεβίλ λέγει περί των Αθιγγάνων:
"Οι
Τούρκοι, οίτινες αδιαφορούσι όλως περί της θρησκείας αυτών και δεν θεωρούσιν
αυτούς ουδ' ως μωαμεθανούς, ουδ' ως χριστιανούς, ανέχονται αυτούς εν τω μέσω
των. Χρώνται των Αθιγγάνων ως μουσικών
και οι Πασάδες εκμισθούσιν αυτούς, περιστάσεως τυχούσης, ως δήμιους. Αι
Αθιγγανίδες χορεύουσι κατά τους τουρκικούς γάμους εν ταις οδοίς προ της
γαμηλίου αμάξης. Κλέπτουσι δ' ενίοτε παιδιά, άτινα πωλούσιν εις τα χαρέμια των
μεγιστάνων. Οι άνδρες περιπλανώνται πολλάκις δι' όλης της Ευρώπης ως οδηγοί
άρκτων.
Τούμα φον Βάλδκαμπφ Αντώνιος, Ελλάς,
Μακεδονία και Νότιος Αλβανία ήτοι η Μεσημβρινή ελληνική χερσόνησος,
περιγραφομένη υπό στρατιωτικήν, γεωγραφικήν, στατιστικήν και πολεμικοϊστορικήν
έποψιν, Υπουργείο Στρατιωτικών, μετάφραση υπό Ευγενίου Ρίζου Ραγκαβή, Εν
Αθήναις, 1901, σ. 194-195.
6. Από το 1904 μέχρι του 1909
βαβωμάρα και δυστυχία. Πείσματα, αγών μεγάλος και σκληρός που κατέστρεψε τα
πάντα. Έτσι εζούσαν οι Μελενίκιοι. Εις την ζωήν αυτήν μετέσχον και οι
Αθίγγανοι, οι οποίοι ειργάζοντο εις όλας τας εργασίας. Ανεπιθύμητος λαός, μα
πολλάκις εργατικός. Πολλοί υπήρχον εις το Γαλλικόν διαμέρισμα ιδίως εις τας
Σέρρας, Μελένικον, Σιδηρόκαστρον και Δράμαν. Ειργάζοντο και αυτοί εις τας
διαφόρους εργασίας.
Γκισδαβίδης Αποστόλος Κ., Σελίδες του Μακεδονικού ελληνισμού. Το Μελένικον ως φωτοδότρα πηγή πολιτισμού,
Μελέτη λαογραφική και ιστορική, Τόμοι Β' & Γ', Θεσσαλονίκη, 1959, σ.
199-200.
7. Εξ αυτής αναχωρούντες προχωρούμεν
εις την πλησίον κώμην Ερνί-κιοΐ (σημ. Ποντισμένο). Εν αυτή άλλη παράδοξος όψις
εκτυλίσσεται. Η κώμη αύτη κατοικείται εξ 80 περίπου οικογενειών Αθιγγανικών,
χριστιανικών το θρήσκευμα, αίτινες θέλουσι ν’ ακολουθώσι πιστώς το Ορθόδοξον
δόγμα μετά της ελληνικής γλώσσης εν τω σχολείω και τη εκκλησία. Δια τούτο ||
συντηρούσιν ελληνικήν εκκλησίαν και σχολείον, εν ω εις διδάσκαλος διδάσκει τα
πρώτα ελληνικά γράμματα εις 20-80 παιδιά,
μελανόχροα, ρακένδυτα και ανυπόδητα.
Περί
της φυλής ταύτης των Αθιγγάνων (Τσιγγάνων ή γύφτων κοινώς), ήτις ανά πάσαν την
χώραν ούσα διεσπαρμένη έχει ιδιόρρυθμα ήθη και έθιμα, ιδίαν γλώσσαν και
θρήσκευμα, Οθωμανικόν ή Χριστιανικόν, διάγει
δε βίον νομαδικόν ή και μόνιμον, ηδύνατο τις να αφιερώση πολλάς σελίδας,
ινά εξεικονίση αυτήν επαρκώς, εάν μη λόγος εγίνετο ενταύθα μακρός και απετέλει
παρεκτροπήν εκ του κυρίου του βιβλίου τούτου σκοπού.
Μοι προϋπάντησαν οι πρόκριτοι των Αθιγγάνων
του χωρίου τούτου, με ωδήγησαν εις το σχολείον και την εκκκλησίαν των και
προσεφέρθησαν να μοι παρασχώσι ξενίαν εν τω οίκω αυτών. Επειγόμενος όμως ν’
αναχωρήσω απεχαιρέτισα αυτούς, εκδηλούντας
εις την Τουρκικήν γλώσσαν την άκραν ευχαρίστησίν των δια την επίσκεψίν μου και με προύπεμψαν εις
απόστασιν έξωθεν του χωρίου των, προπορευομένου ενός εις εκδήλωσιν τιμής.
Χατζηκυριάκου Γεώργιος, Εντυπώσεις
εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών
σημειώσεων, εν Αθήναις, 1906, σ. 219-220.
8. Οι Τσιγγάνοι είναι ακόμα πιο διασκορπισμένοι
από όλους τους υπόλοιπους (λαούς). Αυτό φανερώνει την ιδιαιτερότητα της φυλής
τους, όπως και αλλού, να μη σχηματίζουν κάποια νησίδα ή οικισμό αλλά να ζουν
πλάι στους άλλους λαούς, κυρίως στη νότια Μακεδονία. Ένας αριθμός σχετικά με το
πληθυσμό τους δεν παραδίδεται και σ' αυτήν τη στατιστική, διότι σε πολλά μέρη
οι Τσιγγάνοι εμφανίζονται ως Τούρκοι, αλλού ως Βούλγαροι κ.ο.κ., ανάλογα με τη
πίστη, την οποία ακολουθούν. Αυτοί υπολογίζονται σε περίπου 43.000 άτομα.
Ivanov Yordan, Bulgarete v Makedonya, izdirvaniya I dokumenti za tyahnoto poteklo, ezik I narodnost s etnografska karta I Statistika, Darzhavna Pechatnica, Sofiya, 1915, σ. LXIV.
9. Αθίγγανοι (Αθίγγανοι, Τσιγγάνοι, Τσιγκιανέ
τουρκ). Ούτοι ευρίσκονται εγκατεστημένοι καθ’ όλην την Ελληνικήν χερσόνησον.
Και εν Θεσσαλία παρ’ ημίν, αλλ’ επειδή εν ταις καταταληφθείσαις νέαις χώραις
πολλοί τοιούτοι υπάρχουσιν ανάγκη να είπωμεν τινα περί αυτών. Ούτοι, ως επι το
πολύ, ζώσι βίον νομαδικόν αλλ’ υπάρχουσι και οι μόνιμον κατοικίαν έχοντες.
Φαίνεται ότι η αρχική καταγωγή αυτών είνε αι Ινδίαι, οπόθεν κατά τον Μεσαίωνα,
μετά των άλλη ασιατικών λαών εις τα καθ’ ημάς μέρη ελθόντες παρέμειναν. Δ’
εσκορπίσθησαν δ’ εκτός της ελληνικής Χερσονήσου και εις Βλαχίαν όπου τα 70%
κατά Μ. Θ. Χρυσοχόον (Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι σ. 3) είναι Ουγγαρίαν, Βοεμίαν
και Ισπανίαν. Οι παρ’ ημίν οικούντες είναι Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί και
ομιλούσι την γλώσσαν του τόπου εν ω ζώσιν αλλά και ιδιάζουσάν τινα αναμεταξύ
των, ήτις πάντως είνε ειδικής προελεύσεως κατά τας μελέτας ας εποιήσατο παρ’
αυτοίς εν Αίτραις, χωριώ ου μακράν του Βυζαντίου, ο σοφός Χίος ιατροφιλόσοφος
Αλεξ. Πασπάτης (Etude sur les Tchinghianes ou Bohemieus de l’ Empire Ottaman, Kon/ple 1870) και ο μεσαιωνοδίφης F. Miklosich
(ueber di Mundarten und die Wanderunten der Ziggeuner in Europa[1] εν
τοις πρακτικοίς της Βιενναίας Ακαδημίας τομ. 21-31). Ούτοι καίπερ φαινομενικώς είνε Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι εν τούτοις κατά
βάθος είνε άθεοι και μοιρολάτραι. Ασχολούνται δ’ εκτός || της εμπειρικής
κτηνιατρικής, εις την σιδηρουργίαν, την ιπποτροφίαν, την κοσκινοποιίαν, την
μυλοποιίαν, την μουσικήν και μετέρχονται – ιδίως αι γυναίκες την μαντικήν και
την προγνωστικήν διαλαλούσαι ανά τας οδούς την πολύτιμον αυτών τέχνην: Μοίραις
καλαίς μοίραις! ων πλείστοι πέπτουσι της αφελείας αυτών θύματα. Ο χαρακτήρ
αυτών δόλιος, ο οικογενειακός βίος μετέχων
οιδιποδείων μίξεων, αλλά το χρώμα του δέρματος αυτών μελαψόν ον μετά μαύρης
κόμης και ωραίων μαύρων οφθαλμών δίδει ημίν την λαβήν να υπαγάγωμεν αυτούς είς
τους Ινδούς, ων έχουσι και την ευκινησίαν και ελαστικότητα. Κατά τον μεσαίωνα οι Αθιγγανίδες ως μάντιδες
διαδραμάτιζον και εν τη πολιτική σπουδαίον πρόσωπον, και πολλά εγράφησαν περί
αυτών αλλά νυν μόλις κερδαίνουν ολίγα τινα πεντάλεπτα! Ούτω σβένυνται προ
των φώτων της επιστήμης αι απόκρυφοι προγνωστικαί βλέψεις της εμπειρίας.
Ευαγγελίδης Τρύφων Ε., Νέα Ελλάς,
ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων
Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και
ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών κατά το Γερμανικόν του Καρόλου Μπαίδεκερ
και Meyer και
το γαλλικόν του Guide Joanne Isambert, Εν Αθήναις, 1913, σ. κη’-κθ’.
Βιβλιογραφία
Γκισδαβίδης Αποστόλος Κ., Σελίδες του Μακεδονικού ελληνισμού. Το Μελένικον ως φωτοδότρα πηγή
πολιτισμού, Μελέτη λαογραφική και ιστορική, Τόμοι Β' & Γ', Θεσσαλονίκη,
1959.
Δημητριάδης Σωτήριος, “Υπομνηματικαί τινές σημειώσεις
περί Δεμίρ Ισσαρίου”, Παρνασσός,
1878, σ. 529-548.
Ευαγγελίδης Τρύφων Ε., Νέα Ελλάς,
ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων
Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και
ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών κατά το Γερμανικόν του Καρόλου Μπαίδεκερ
και Meyer και
το γαλλικόν του Guide Joanne Isambert, Εν Αθήναις, 1913.
Gavrilova Raina, Bulgarian
Urban Culture in the Eighteenth and Nineteenth Centuries, Massachusetts,
1999.
Ivanov Yordan, Bulgarete v Makedonya, izdirvaniya
I dokumenti za tyahnoto poteklo, ezik I narodnost s etnografska karta I Statistika, Darzhavna Pechatnica, Sofiya, 1915.
Vasil
Kanchov, Makedonya. Etnografiya I Statistika,
Sofiya, 1900.
Τούμα φον Βάλδκαμπφ Αντώνιος, Ελλάς,
Μακεδονία και Νότιος Αλβανία ήτοι η Μεσημβρινή ελληνική χερσόνησος,
περιγραφομένη υπό στρατιωτικήν, γεωγραφικήν, στατιστικήν και πολεμικοϊστορικήν
έποψιν, Υπουργείο Στρατιωτικών, μετάφραση υπό Ευγενίου Ρίζου Ραγκαβή, Εν
Αθήναις, 1901.
Χατζηκυριάκου Γεώργιος, Εντυπώσεις
εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών
σημειώσεων, εν Αθήναις, 1906.
[1] Δ. Ε. Δανιήλογλου, περί των διαφόρων ονομασιών των Ατσιγγάνων εν Εφημερίδι
των Φιλομαθών 1861-70, σ. 1776-80
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου