Κεσιτζί Τσιφλίκ ή Σιδηροχώρι
Όνομα
Σύμφωνα με τη προφορική παράδοση, η οποία πέρασε από απογόνους των Βουλγάρων κατοίκων του χωριού στους Έλληνες πρόσφυγες, το χωριό οφείλει το όνομά του σε έναν επιφανή Μουσουλμάνο, ονόματι Κεσιτζή, ο οποίος ήταν άτυπα ο ''κάτοχος'' του οικισμού αυτού. Ως γνωστόν, τα τσιφλίκια στους τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν στην ουσία καλλιεργούμενα αγροτεμάχια, των οποίων οι διαχειριστές όταν μια φορά δεν μπόρεσαν να αποδώσουν τον κατάλληλο φόρο στο Σουλτάνο, συνήθως λόγω κακής σοδειάς, δανείζονταν τα απαραίτητα χρήματα από έναν πλούσιο με πανύψηλο τόκο, και από τότε αυτός ήταν συνδιαχειριστής στο αγροτεμάχιο μέχρι την εξόφληση του δανείου, η οποία, προφανώς, δεν γινόταν ποτέ. Με αυτό τον τρόπο, ο εκάστοτε πλούσιος ήταν άτυπα αυτός, στον οποίο έπρεπε να δίνουν λογαριασμό όλοι οι καλλιεργητές που του δανείστηκαν χρήματα. Στην προκειμένη περίπτωση αυτός ήταν ένας Μουσουλμάνος με το όνομα Κεσιτζί, ένα πολύ σύνηθες τουρκικό όνομα.
Η Μουσουλμανική κοινότητα
Η ιστορία του Κεσιτζί, σε συνδιασμό με τα τουρκικά τοπωνύμια που υπάρχουν σε διάφορα μέρη του χωριού, μαρτυρούν τη παρουσία μιας μουσουλμανικής κοινότητας. Πρόσφατα, ήρθε στο φως μια επιτύμβια στύλη με αραβογράμματα που χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο κάτω μέρος της υπάρχει στα αραβικά ο αριθμός ١١٧٦ (δηλαδή 1176, με σειρά από τα αριστερά προς τα δεξιά, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα), ο οποίος δηλώνει το έτος 1798 σύμφωνα με το καθ' ημάς ημερολόγιο.
Μουσουλμανική επιτύμβια στήλη με αραβογράμματα, ανεβρεθείσα εις αγροτεμάχιον πλησίον του Ορθοδόξου Ναού Αγίας Κυριακής στο Σιδηροχώρι. Χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα |
Το γεγονός ότι αυτή, όπως και άλλες πλάκες, βρέθηκαν κοντά στην Εκκλησία φανερώνει, πρωτίστως, την ύπαρξη μουσουλμανικού κοιμητηρίου κοντά και, έπειτα, Τζαμιού στην αυλή του οποίου θάβονταν οι νεκροί. Ενδεχομένως, βέβαια, το Τζαμί να βρισκόταν σε άλλο μέρος και απλώς εκείνο το ''αδούλευτο'' αγροτεμάχιο να ήταν ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο.
Ωστόσο, για άγνωστους ακόμη λόγους στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν υπήρχαν καθόλου Μουσουλμάνοι στο χωριό. Όπως παρατηρείται και στους υπόλοιπους οικισμούς, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός είτε παρέμενε σταθερός είτε μειωνόταν συνεχώς, γεγονός που ίσως οφείλεται στην υπογεννητικότητα αυτής της ομάδας. Και είναι περίεργο καθώς δεν συνέβησαν στη Μακεδονία τυχόν εθνοκαθάρσεις πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αυτούς τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Συγκεκριμένα, ενώ είναι γνωστό ότι σε κάθε χωριό υπήρχαν Μουσουλμάνοι, η τελευταία αναφορά Μουσουλμάνων στο Σταυροδρόμι είναι το 1878, ενώ στο Σιδηροχώρι δεν αναφέρονται ποτέ σε έγγραφα της περιόδου μεταξύ των ετών 1878-1928. Στο Ντελή Χασάν παρόλο που το 1891 υπήρχαν ισάριθμα νοικοκυριά σλαβόφωνων και Μουσουλμάνων (30 έκαστη ομάδα), το 1912 οι σλαβόφωνοι Χριστιανοί ήταν διπλάσιοι των Μουσουλμάνων. Πυκνές μάζες συνέχισαν να κατοικούν μέχρι τη δεκαετία του 1920 στα δυτικά σύνορα του καζά Σιδηροκάστρου στις πρόποδες των όρων Κρουσσίων (Круша=αχλάδι σλαβ.), βορείως του λόφου Μαυροβουνίου (Kara-dag τουρκ.) κοντά στα σημερινά χωριά της Καστανούσας, Καλοχωρίου, Ανατολής και άλλων μικρών οικισμών.
Οι Σλαβόφωνοι Χριστιανοί - μετέπειτα Βουλγαρίζοντες
Δυστυχώς, δεν έχουν βρεθεί πολλές πληροφορίες για τον πληθυσμό του
χωριού πριν από το 1928, πέρα από απλές καταγραφές των κατοίκων από κυρίως Βούλγαρους ερευνητές. Το σίγουρο είναι
ότι εκείνη τη περίοδο μόνο σλαβόφωνοι χριστιανοί, χωρικοί ζούσαν εδώ, φτωχοί χωρικοί στη πλειονότητά τους. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα χαμηλά πλήθινα και φτωχά σπίτια που βρήκαν οι Έλληνες πρόσφυγες, πέρα από τα οποία υπήρχαν μερικά διώροφα. Η ίδια η Εκκλησία, ο ναός της Αγίας Κυριακής (св. неделя σλαβ.), και
πολλά άλλα κτίρια του χωριού ήταν χτισμένα από εξαρχικούς σλαβόφωνους
στις τότε δικές τους ιδιοκτησίες (μερικά σπίτια είναι ακόμη εγκαταλελειμμένα
ενώ πολλά είναι αυτά που καταλήφθηκαν από τους πρόσφυγες), τις οποίες έχουν επισκεφθεί ορισμένοι απόγονοί των σλαβόφωνων που ζούσαν στο χωριό. Για την ίδια τη κατασκευή της Εκκλησίας υπάρχει ένα είδος παραμυθιού στη μνήμη των Βουλγάρων απογόνων των κατοίκων. Σύμφωνα με αυτό, ένας ηλικιωμένος βρήκε την εικόνα της Σβέτα Νεντέλια (Αγίας Κυριακής) στο κήπο του, και όταν κάποτε αρρώστησε, είδε σε ένα όραμα την Αγία Κυριακή να του υποδεικνύει ότι πρέπει να χτίσει μια εκκλησία, προκειμένου να αναρρώσει. Έτσι και έγινε. Όταν έθεσε τα θεμέλια του ναού σε μια βροχερή νύχτα, την επόμενη μέρα είχε αναρρώσει.
Σύμφωνα με τα βουλγαρικά στοιχεία, σε έρευνα ονόματι «Εθνογραφία στα
βιλαέτια Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» (Етнография на
вилаетите Адрианопол, Монастир и Салоника) που δημοσιεύθηκε στην
Κωνσταντινούπολη το 1878, υπήρχαν 32 νοικοκυριά στο χωριό με
εγγεγραμμένους 100 Βούλγαρους άνδρες. Λίγα χρόνια αργότερα (1891) ο
Γεόργι Στρέζοβ (Георги Стрезов) αναφέρει:
«Κεζετζί Τσιφλίκ, χωριό μία ώρα νότια -πεζοπορία- από το Πορόι (Άνω Πορόια). Ζευγολάτες (γεωργοί με βόδια) και βοσκοί. Πολύ εύφορη γη. 30 Βουλγαρικά σπίτια».
Βέβαια, ο Βασίλ Κάντσοφ, την ίδια χρονιά ανεβάζει τα σπίτια του χωριού σε 40 στο βιβλίο του ''Ταξίδι κατά μήκος των κοιλάδων του Στρυμόνα, Μεστά και Μπρεγκάλνιτσα. Μπίτολα, Οχρίδα και Πρέσπα'' (Пътуване по долините на Струма, Места и Брегалница. Битолско, Преспа и Охридско, σελ. 109) το οποίο εκδόθηκε την ίδια χρονιά.
Το 1900 σύμφωνα με τις στατιστικές του Βασίλ Κάντσοφ (Васил Кънчов) «Μακεδονία.
Εθνογραφία και Στατιστικά» (Македония. Етнография и статистика) οι
κάτοικοι του χωριού ανέρχονται σε 180 και όλοι τους είναι εγγεγραμμένοι
ως Βούλγαροι. Επιπλέον το 1905, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του
γραμματέα της Βουλγαρικής Εξαρχίας Ντιμιτάρ Μίσεφ (Димитър Мишев) σε
έρευνα του Brancoff, D. M. (La Macédoine et sa Population Chrétienne)
ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται σε 400 ''Βουλγάρους'' Εξαρχικούς. Ωστόσο,
αυτός ο αριθμός δεν φαίνεται να ταιριάζει αρκετά στην έκταση του χωριού,
ούτε και στην ιστορία του τόπου, διότι ένα χωριό με 400 Βουλγάρους
κατοίκους εκείνη την εποχή θα ήταν ένα μεγάλο βουλγαρικό κέντρο στην
πεδιάδα της περιοχής του Μπέλες. Ο πληθυσμός του χωριού то 1912 φανερώνεται, εάν προτεθούν οι 100 βουλγαρίζοντες πρόσφυγες των Βαλκανικών πολέμων στους εναπομείναντες 154 της απογραφής του 1913. Συνεπώς, προκύπτει το σύνολο περίπου των 250 Βουλγάρων. Στα ίδια περίπου ποσά ανεβάζει τους ''σχισματικούς'' κατοίκους του Κεσιτζί-Τσιφλίκ η Επιτελική Υπηρεσία του ελληνικού Στρατού, σε έρευνα στους νομούς Σερρών και Δράμας το 1912, παρουσιάζοντας τον αριθμό των 240.
Η εκπαίδευση του χωριού
Το χωριό εκείνη την περίοδο είχε ένα δημοτικό σχολείο με 1 Βούλγαρο δάσκαλο και 12 μαθητές, σύμφωνα με πληροφορίες του Brancoff. Αυτό μπορεί να ήταν όντως αλήθεια, μιας που το 1905 βρισκόμαστε στον Μακεδονικό Αγώνα, την περίοδο, δηλαδή, που οι Βούλγαροι εθνικιστές, παρατηρώντας την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, ως φορέα του ελληνικού πολιτισμού, πραγματοποιούν κάθε προσπάθεια, με σκοπό να αφυπνίσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς ως Βουλγαρικούς. Συνεπώς, θα μπορούσε να υφίσταται ένα βουλγαρικό σχολείο στο Κεσετζί Τσιφλίκ. Παρόλο που, όπως ήταν αναμενόμενο, η βουλγαρική αφύπνιση των σλαβόφωνων στη περιοχή γνώρισε μεγάλη έκταση, με κέντρο των ιδεών τα Άνω Πορρόια, οι μόνοι που παρέμειναν (κατά τη βουλγαρική άποψη) ''σε λήθαργο'', στην ουσία προσκολλημένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν η πλειοψηφία των κατοίκων της Κερκίνης (τότε Μπουτκόβου), περίπου 30 άτομα στο Σταρόσοβο και άλλα τόσα στο Ντελή Χασάν. Συνολικά, οι ''Σλαβόφωνοι Έλληνες'' δε ξεπερνούσαν τα 600 άτομα, με τους 500 περίπου να προέρχονται από το Μπούτκοβο.
Βαλκανικοί Πόλεμοι - Έλευση των πρώτων Ελλήνων προσφύγων
Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων 4
άτομα από το Κεζετζί Τσιφλίκ κατατάχτηκαν ως εθελοντές στην ΕΜΕΟ
(Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Κατά την διάρκεια
των Βαλκανικών πολέμων, αρχικά καταλήφθηκε από τις βουλγαρικές δυνάμεις,
αλλά τελικά το 1913 ενσωματώθηκε στον ελληνικό κορμό. Με τις εντάσεις
που ακολούθησαν, 100 άτομα από το Κεσετζί Τσιφλίκ πήραν τον δρόμο της
προσφυγιάς προς τη Βουλγαρία (Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Μετακινήσεις Σλαβόφωνων Πληθυσμών 1913-1930, σελ 87). Οι υπόλοιποι έφυγαν τμηματικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Νειγύ. Το σίγουρο είναι ότι, ένα μέρος των σλαβόφωνων του χωριού παρέμεινε και μετά το 1923, όπως άλλωστε μαρτυρεί και παραπάνω φωτογραφία. Αυτοί είχαν επαφές με τους ντόπιους και από αυτούς οι νεοφερμένοι έμαθαν τα σλαβικά και τουρκικά τοπωνύμια κάποιων σημείων της γύρω περιοχής (''трап'' σλαβ. χαντάκι, ''Kara toprak'' τουρκ. μαύρο χώμα, κ. ά.). Από το Κεσετζί Τσιφλίκ κατατέθηκαν 59 αιτήσεις σχετικά με την εθελούσια μετανάστευση στη Βουλγαρία.
Μεταξύ του 1913 και 1920 σημειώθηκε μια μείωση των Σλαβόφωνων κατοίκων, οι οποίοι μετανάστευσαν στη γειτονική Βουλγαρία. Από του 154 κατοίκους του Κεσιτζί-Τσιφλίκ το 1913, 7 χρόνια αργότερα μόλις οι 62 ήταν οι ντόπιοι, άρα και οι βουλγαρίζοντες. Συνεπώς μιλούμε για μια ακόμη μετανάστευση περίπου 100 ατόμων. Παράλληλα, από τον Αύγουστο του 1915, 23 Έλληνες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στο χωριό, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σε 85 το 1920, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πρωτο-εγκατασταθέντες δεν μετακινήθηκαν σε άλλα χωριά ή πόλεις. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, οι πρόσφυγες περιπλανούνταν από μέρος σε μέρος, ασχολούμενοι με εποχιακές εργασίες και μεροκάματα, μέχρι να βρουν ένα τόπο με κατάλληλες για αυτούς συνθήκες προκειμένου να εγκατασταθούν.
Όπως, λοιπόν, φαίνεται παραπάνω οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη συμβίωσαν για μερικά χρόνια με τους σλαβόφωνους και με αυτό τον τρόπο μεταβιβάστηκαν οι πληροφορίες για τη περιοχή, τα τοπωνύμια, οι θρύλοι και κυρίως οι πληροφορίες για τα μέρη που βρίσκονταν τα εύφορα και άγονα εδάφη.
Όσον αφορά τους Σλαβόφωνους, οι λόγοι που άφησαν τις οικίες τους δεν είναι ξεκάθαροι. Οι βουλγαρικές, όπως και οι τουρκικές πηγές καταγγέλουν την ελληνική πλευρά για τσέτες, οπλισμένες συμμορίες δηλαδή, οι οποίες περιόδευαν από χωριό σε χωριό πιέζοντας τους εκάστοτε ανεπιθύμητους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Αντίστοιχα, η ελληνικές πηγές αναφέρουν ότι οι Βούλγαροι κατάλαβαν μετά την έλευση των προσφύγων ότι ήρθε η ώρα να ρευστοποιήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν. Μέχρι το 1928 όλοι οι Βουλγαρίζοντες του χωριού είχαν φύγει για τη Βουλγαρία, σε χωριά γύρω από το Πετρίτς, καθώς το Σιδηροχώρι αναγράφεται στους καταλόγους τις ΕΑΠ το 1928 ως ένα ''καθαρά προσφυγικό'' χωριό.
Ένας καταυλισμός από πρόσφυγες από το Κεσετζί Τσιφλίκ Σερρών, Σεπτέβριος 1924 |
Σύμφωνα με το Φ.Ε.Κ τις 29 Μαρτίου 1923, το χωριό μετονομάστηκε σε ''Σιδηροχώριον''. Από το 1915 μέχρι το 1928 εποικήθηκε από Έλληνες πρόσφυγες και σύμφωνα με την απογραφή
του 1928 εγκαταστάθηκαν σε αυτό 34 οικογένειες με συνολικά 159 άτομα, κάνοντάς το ένα
ελληνικό προσφυγικό χωριό. Οι πρόσφυγες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Βιζυής, και συγκεκριμένα από την Ψωμαθιά, τη Μαγκριώτισσα, τον Άγιο Γεώργιο (σημ. Evrenli), τη Τσιντώ, το Τσακλί (σημ. Çakıllı), το Κουρφαλί και τις Καστανιές. Άλλοι περίπου 24 περιπλανώμενοι πρόσφυγες προσετέθησαν φτάνοντας τον αριθμό των κατοίκων στους 183 το 1928.
Ο Πληθυσμός του Κεσιτζί-Τσιφλίκ μέσα από τις πηγές (1878-1928):
- ''32 βουλγαρικά σπίτια'', περ. 160 (1878)
- ''30 βουλγαρικά σπίτια'' περ. 150 (1891), Στρέζοφ
- ''40 βουλγαρικά σπίτια'' περ. 200 (1891), Κάντσοφ
- 180 Βούλγαροι (1900)
- 400 Βούλγαροι Εξαρχικοί (1905)*
- 240 Βούλγαροι ''σχισματικοί'' (στα τέλη του 1912)
- 154 κάτοικοι (1913)
- περ. 190, εξ ων 23 Έλληνες πρόσφυγες (Αύγουστος 1915)
- 147 κάτοικοι, εξ ων 85 Έλληνες πρόσφυγες (1920)
- 183 κάτοικοι, όλοι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (1928)
*Η συγκεκριμένη έρευνα του Brancoff διόγκωσε τους αριθμούς του χωριού
Δημήτρης Ξ. Μαυρίδης
Σιδηροχώρι
26 Δεκεμβρίου 2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου