Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μοναστηράκι (Σερρών) / Дели Хасан (Серско)

Ντελή Χασάν ή Μοναστηράκι   
   Όπως είναι γνωστό στη περιοχή, το παλιό όνομα του χωριού οφείλεται στον Μπέη και ιδιοκτήτη του κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, ο οποίος λεγόταν Χασάν. Τον προσδιορισμό ’’Ντελή’’, δηλαδή, τρελός στα τουρκικά, τον έλαβε κατά το 1834 όταν δηλαδή εγκαινιάστηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και Δημητρίου, στις πρόποδες των Κρουσσίων, ύστερα από ένα όνειρο που είχε δει σχετικά με τον Άγιο Γεώργιο. Ο λόφος, στον οποίο είναι κτισμένο το μοναστήρι λέγεται ''Μαυροβούνιο'' ή ''Καραντάγ'' (τουρκ.), εξού και αναφέρεται σε ορισμένες πηγές ως ''Μονή Παναγιάς Καραδαχής''.  Από αυτό το μοναστήρι έχει πάρει το Μοναστηράκι, το χωριό κάτω από τις πρόποδες, το νέο του όνομα. Η εκκλησία αυτή, σύμφωνα με τον τωρινό ηγούμενο της μονής, τον π. Μακάριο, θεμελιώθηκε το 1805, και είχε πολλά οθωμανικά χαραστηριστικά ως προς την κατασκευή της (αραβικού τύπου παράθυρα, μικρούς τρούλους που παραπέμπουν σε τζαμί κ. ά.), τα οποία δυστυχώς σήμερα δεν διασώζονται. 

Το χωριό στις πρόποδες του λόφου
   Το Ντελή Χασάν, όπως και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής με Βουλγαρικό Πληθυσμό (μικτό ή όχι), υπάρχει καταγεγραμμένο σε 4 Βιβλία:
  1. Κουριέ ντ' Οριάν, Εθνογραφία στα Βιλαέτια Αδριανουπόλεως, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, Κωνσταντινούπολη 1878
  2. Γκεόργκι Στρέζοφ, Δύο Σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας, Σόφια 1891 
  3. Βασίλ Κάντσοφ, Μακεδονία. Εθνογραφία και Στατιστικά, Σόφια 1900
  4. Μπράνκοφ, Η Μακεδονία και ο Χριστιανικός Πληθυσμός, Παρίσι 1905     
Πρόκειται για ένα χωριό με μικτό Βουλγαρικό και Μουσουλμανικό πληθυσμό, ενώ σύμφωνα με τον Στρέζοφ, στο Ντελή Χασάν υπήρχαν το 1891 δέκα οικογένειες ''τσιγγάνων''. Λαμβάνοντας υπόψην τις παραπάνω πηγές και διασταυρώνοντας τις πληροφορίες με τη προφορική παράδοση, την πλειοψηφία πριν το 1912 είχαν οι Βούλγαροι με πολύ μικρή διαφορά από τους Μουσουλμάνους. Οι αριθμοί δεν μπορούν να υπολογιστούν ακριβώς, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι από τους 511 κατοίκους, της απογραφής του 1913, οι 260 ήταν Μουσουλμάνοι και οι άλλοι 251 ήταν Βούλγαροι. Άλλοι 30 Βούλγαροι είχαν φύγει αμέσως μετά τον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο, δηλαδή, λίγο πριν την παραπάνω απογραφή.   

Ο Μακεδονικός Αγώνας και η Μονή Τριμόρφου
   Ανεξάρτητα από τη μη ελληνική πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού (Τούρκοι, Μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι, Βούλγαροι Εξαρχικοί), οι Έλληνες Μητροπολίτες Πολυανής, στην οποία υπαγόταν για ένα διάστημα εκείνη τη περίοδο η Μονή, και Μελενικίου, έλεγχαν τα πράγματα κάνοντας σύμφωνίες με Έλληνες Μακεδονομάχους, τους οποίους έστελναν στη μονή ως καλόγερους, προκειμένου να προωθήσουν τα ελληνικά συμφέροντα στον Μακεδονικό Αγώνα. Ενδεικτικά, αναφέρει το όνομα ενός Έλληνα μακεδονομάχου ''Μπίτσιος'', ο π. Μακάριος. Κατά τη περίοδο 1900 - 1902 ο ηγούμενος της μονής ήταν ο Έλληνας Μελενικιώτης, αργότερα πρωτοσύγκελος του Μητροπολίτη Μελενικίου, ονόματι Νεόφυτος. Οι ντόπιοι, έχοντας καταλάβει τα σχέδια των Ελλήνων Μητροπολιτών και ιερέων, απείλησαν τον Νεόφυτο και αυτός με τη σειρά του εγκατέλειψε τη Μονή το 1902. Τη θέση του πήρε ο Αμβρόσιος Παρασχάκης ή παπα-Παντελής, ο οποίος ακολούθησε την ίδια τακτική, και το 1905-1906 δολοφονήθηκε από Βούλγαρους αντάρτες. Ωστόσο, λίγο πριν δολοφονηθεί είχε υπογράψει συμφωνιτικό με Έλληνες οπλαρχηγούς στις 10 Αυγούστου 1905 να έρθουν και να ενισχύσουν τον αγώνα κατά των Βουλγάρων. Όταν οι Έλληνες αντάρτες είχαν έρθει, ήταν μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς και τις νύχτες προέβαιναν σε επιχειρήσεις και δολιοφθορές κατά των Βουλγάρων. Κατά το 1906, το μοναστήρι ήταν το κέντρο της Τοπικής Επιτροπής Πορροΐων για τον Μακεδονικό αγώνα, στην οποία προέδρευε για ένα διάστημα ο Στέργιος Βλάχμπεης, αρχηγός ενός αντάρτικου σώματος από την Ηράκλεια. Η μετατροπή της Μονής σε ελληνικό κέντρο συνεδριάσεων για τον Μακεδονικό Αγώνα, φανερώνει ότι από την ανοικοδόμησή της, η λειτουργία της γινόταν από Έλληνες και μόνο. Η τοποθεσία, ενίσχυσε την δύναμη των Ελλήνων ανταρτών, καθώς το μοναστήρι παρέμεινε απόρθητο από του Βούλγαρους έως το 1912. Το 1912, στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε τη περιοχή και εγκατέστησε στη μονή ένα Βούλγαρο ιερέα, ονόματι
Ηλία. Τον Ιούλιο του 1913, η περιοχή πέρασε στα χέρια του ελληνικού στρατού και το μοναστήρι σταμάτησε να λειτουργεί, μιας που δεν υπήρχε, πλέον, λόγος για προώθηση των ελληνικών συμφερόντων.

   Η σημασία του ναού αφενός ως κτίσμα και αφετέρου ως ιστορική τοποθεσία οδήγησε στην απόφαση να οριστεί ως ''κτίριο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας'' σύμφωνα με Φ.Ε.Κ. στις 22/7/1992:

 "Χαρακτηρίζουμε την Μονή του Αγίου Γεωργίου στο Μοναστηράκι κοινότητας Κερκίνης Ν. Σερρών ως κτήριο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας με ζώνη προστασίας τον λόφο στον οποίο βρίσκεται, επειδή: α) αποτελεί αξιόλογο δείγμα τύπου τρίκλιτης βασιλικής με τρούλλο - τύπος ο οποίος αποτελεί παραλλαγή του ευρύτατα διαδεδομένου τύπου ξυλόστεγης βασιλικής που ελάχιστα παραδείγματά του υπάρχουν στο Νομό Σερρών β) οι κατασκευαστικές και μορφολογικές λεπτομέρειές του τον κατατάσσουν στα πιό αξιόλογα μνημεία εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα και γ) αποτελεί στοιχείο του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής."

Οι Ελληνίζοντες σλαβόφωνοι του Ντελή Χασάν και έπειτα του Μοναστηρακίου
   Παρά τις αναφορές των Βουλγαρικών πηγών, για την ύπαρξη μόνο Βουλγάρων και Μουσουλμάνων, υπάρχει η υπόθεση να ζούσαν στο Ντελή Χασάν μερικές οικογένειες Πατριαρχικών Σλαβόφωνων. Μία ένδειξη, είναι η κατάταξη του χωριού από την ΕΑΠ στα μικτά χωριά της περιοχής, δηλαδή η μαρτυρία της ύπαρξης ντόπιων μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ και τη Σύμβαση της Λωζάνης. Δεδομένου ότι η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων εγκατέστησε, μέχρι το 1928, 283 άτομα (79 οικογένειες) από το Άκαλαν της Ανατολικής Θράκης, στην απογραφή του ίδιου έτους ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 322 άτομα. Αυτό σημαίνει, ότι οι ντόπιοι ήταν γύρω στους 30-35, εάν υποθέσουμε ότι στον πληθυσμό του χωριού περιλαμβάνονται και παιδιά προσφύγων που γεννήθηκαν μετά την εγκατάσταση, όπως συμβαίνει σε όλα τα χωριά. Παρόλο που παρατίθενται τάφοι στα ελληνικά, είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστούν ορισμένα πράγματα.   
Το μοναστήρι εγκαινιάστηκε το 1834, οπότε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εξυπηρετούσε τις ανάγκες των Χριστιανών του χωριού (κηδείες, βαπτίσματα κ.ά.) στην ελληνική γλώσσα, ανεξάρτητα από την καταγωγή των κατοίκων. Ας μην ξεχνούμε, ότι τα σλάβικα της Μακεδονίας εκείνη τη περιόδο ήταν αρκετά παραμελημένα και θεωρούνταν ''χωριάτικα'', ενώ τα ελληνικά ήταν η γλώσσα που θα μάθαινε κάποιος, προκειμένου να σπουδάσει ή ακόμα να επιδοθεί στο εμπόριο. Εξού και η φοίτηση Σλάβων μαθητών σε ελληνικά σχολεία, σε πάμπολλα χωριά της Μακεδονίας. Όταν το 1870 δημιουργήθηκε η αυτόνομη Βουλγαρική Εκκλησία, δηλαδή η Εξαρχία, η μετατροπή ενός ναού από ''πατριαρχικό'' σε ''εξαρχικό'' γινόταν συνήθως κατόπιν παραχωρήσεως από τις αρμόδιες αρχές της εκάστοτε εκκλησίας, τις οποίες πολλές φορές πίεζαν οι κομιτατζήδες και γι' αυτό το λόγο. Συνεπώς, μπορεί να τεθεί η υπόθεση ότι, η Μονή Μπουτκόβου ήταν η πατριαρχική εκκλησία του (κατά το ήμισυ) σλαβόφωνου χωριού, με εξαρχικούς και πατριαρχικούς μέσα σ' αυτό, και ότι απλώς οι εναπομείναντες μετά το 1928 είναι (κατά τις βουλγαρικές πηγές) πατριαρχικοί Βούλγαροι ή, κατά πολλούς, σλαβόφωνοι Έλληνες. Αυτό που θέλω να δείξω είναι ότι οι σλαβόφωνοι του χωριού διαιρέθηκαν, κατά κάποιον τρόπο, σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς και οι δεύτεροι, οι οποίοι συνέχιζαν να χρησιμοποιούν την Μονή Αγίου Γεωργίου, παρέμειναν στο χωριό. Να σημειωθεί ότι άλλη εκκλησία πέρα από το Μοναστήρι, δεν υπήρχε στο χωριό. Ο Ιωάννης Μπάκας, συγκεκριμενα, αναφέρει την ύπαρξη 80 σλαβόφωνων Ελλήνων στο Ντελή Χασάν στις αρχές του 20ου αιώνα (προφανώς βασισμένος στην απογραφή του Αθ. Χαλκιόπουλου το 1910 που σημείωνε 80 ''Ορθόδοξους Έλληνες'' στο χωριό), αριθμός που, ωστόσο, ξεπερνά τον κανονικό τους αριθμό. Θα συμφωνήσω με τον όρο ''Σλαβόφωνοι Έλληνες'', διότι αυτοί οι άνθρωποι επέλεξαν να παραμείνουν στο χωριό εντός, πλέον, της ελληνικής επικράτειας, έχοντας υιοθετήσει τη θρησκεία και τη γλώσσα αργότερα, της υπόλοιπης Ελλάδας.
Στα πρόθυρα των βαλκανικών πολέμων, η επιτελική υπηρεσία του ελληνικού στρατού παρέχει ορισμένες πληροφορίες για τη περιοχή σημειώνοντας μεταξύ άλλων στο Ντελή Χασάν την ύπαρξη 360 ''σχισματικών'', 5 ''σλαβόφωνων Ελλήνων'' και μόλις 40 Μουσουλμάνων. Μπορεί ορθότατα να ειπωθεί ότι η έρευνα αυτή ήταν κάπως πρόχειρη, καθώς λίγους μήνες αργότερα από την έρευνα του Ελληνικού στρατού, κατά την επίσημη απογραφή οι κάτοικοι ήταν 511 και όχι 405, ενώ είχαν ήδη εγκαταλείψει το Ντελή Χασάν 55 άτομα. Σίγουρα, αδικημένοι από αυτή την κατάγραφή ήταν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν κατά 100 άτομα παραπάνω. Οι ελληνίζοντες σλαβόφωνοι, παρόλο που δεν ήταν μόλις 5, ήταν μια μικρή ομάδα ανθρώπων, που αντιμετώπιζαν ποικίλες πιέσεις από τους εθνικά αφυπνισμένους ως Βούλγαροι, ομόγλωσσους και γείτονές τους. Ορίστε μερικές φωτογραφίες από μερικές ταφόπλακες Ορθόδοξων σλαβόφωνων:


''Ενθα δε κείται, Ανδόν Πέτκο, Ετών 30, Απεβίωσε τη, 5 Απριλίου 1921''

''22 Μαρτίου 1896''

''ΙΣ ΧΣ - ΝΙ ΚΑ,
Ο δούλος του Θεού Ηωάνις, έτος 1841
ΣΕ (Σεπτέμβριος), 8 (ετών)''

   Συχνά αυτοί οι σλαβόφωνοι έρχονταν αντιμέτωποι με διάφορες απειλές και δολιοφθορές των Βουλγάρων.Ο Μητροπολίτης Μελένικου Αιμιλιανός Δάγγουλας (1906-1911) σε μια έκθεσή του κάνει λόγο για μια Βουλγαρική συμμορία, η οποία σκότωσε ένα χωρικό ονόματι Βάνε στις 5 Ιανουαρίου 1905:

''Ετέρα βουλγαρική συμμορία εφόνευσεν εν τω χωρίω Δελή - Χασάν - Μαχαλέ, τον χωρικόν Βάνε...''

  Όπως είναι προφανές, ο προαναφερθείς χωρικός Βάνε, ήταν Πατριαρχικός (ελληνίζων) σλαβόφωνος.

Οι Μουσουλμάνοι
Οι πληροφορίες που διαθέτω για τους Μουσουλμάνους είναι ελάχιστες. Ωστόσο, κάποια βασικά στοιχεία είναι ουσιώδη, προκειμένου να καταλάβει κανείς την θέση τους στην κοινωνία της περιοχής του 19ου-20ου αιώνα. Οι Μουσουλμάνοι του Ντελή Χασάν ήταν μια αρχικά πολυάριθμη, αλλά αγροτική, κοινότητα, με τζαμί, το οποίο βρέθηκε με τη σκεπή να έχει καταρρεύσει, όταν η οικογένεια προσφύγων από το Άκαλαν εγκαταστάθηκαν στο οικόπεδο. Δυστυχώς, σήμερα δεν διαζώζεται τίποτα. Όσον αφορά την κοινότητα, ενώ το 1891 αριθμούσαν σε 50 νοικοκυριά, όπως και οι σλαβόφωνοι, το 1912 ήταν περίπου 170 άτομα, ενώ οι σλαβόφωνοι (ελληνίζοντες και βουλγαρίζοντες) 390. Παρόμοιο φαινόμενο υπογεννητικότητας εμφανίζεται σε όλα τα υπόλοιπα χωρία και κυρίως στο Κεσιτζή Τσιφλίκ και στο Σταρόσοβο, όπου οι Μουσουλμάνοι μειώθηκαν τόσο ,ώστε δεν υπήρχαν πλέον, στη πρώτη περίπτωση στα μέσα του 19ου αιώνα και στην άλλη μέχρι το 1891. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η οικονομία του Ντελή Χασάν βρισκόταν σε άσχημα πλαίσια, καθώς σύμφωνα με μια επιστολή του Αντρέα Τόσεφ στον υπουργό εσωτερικών της Βουλγαρίας Ντιμίταρ Στάντσοφ το 1907 για την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία, ανέφερε ότι τουρκικές συμμορίες που λυμαίνονταν ανεξέλεγκτα στη περιοχή των Πορροΐων, ζητούσαν λίτρα από ορισμένα χωριά, παίρνοντας από το Ντελή Χασάν 6 λίρες, από το Σταρόσοβο 5, ενώ από το Θεοδωρίτσι 30 λίρες. Η πιο τρανή απόδειξη της αδύναμης οικονομίας του χωριού είναι το ότι όλο ήταν ιδιοκτησία ενός Εμίν Μπέη από τα Κάτω Πορρόια. Πώς θα μπορούσε ένα τσιφλίκι, δηλαδή ένα σύνολο εκτεταμένων αγροτεμαχίων που καλλιεργείται από μια ομάδα χωρικών, οι οποίοι είναι δεσμευμένοι μέσω χρέους στον εκάστοτε Τσιφλικά, να έχει ισχυρή οικονομία; 
Οι Μουσουλμάνοι του χωριού επηρεάστηκαν, όπως όλος ο πληθυσμός της περιοχής, από τα επεισόδια των Βαλκανικών πολέμων. Προς τα τέλη του 1913 ήδη 25 Μουσουλμάνοι είχαν εγκαταλείψει το χωριό με προορισμό την Οθωμανική Μικρά Ασία. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν η βουλγαρική κατοχή ή η ελληνική κατάκτηση τους οδήγησε να μεταναστεύσουν. Αργότερα, σημειώνεται μια ακόμη μείωση του πληθυσμού μέχρι το 1920.

Οι Βουλγαρίζοντες
   Σύμφωνα με τον κατάλογο εθελοντών Βουλγάρων στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, 2 Βούλγαροι κατατάχθηκαν εθελοντικά στην Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Οργάνωση το 1912. Αυτός ο αριθμός δείχνει ότι οι εξαρχικοί του χωριού (360) δεν ήταν ιδιαίτεροι υποστηρικτές της επανάστασης. Όταν οι Βούλγαροι έχασαν στον 2ο Βαλκανικό, το ευρύτερο πλαίσιο των οικογενειών των εθελοντών καταδιώχθηκαν και τράπηκαν σε φυγή στη Βουλγαρία, το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε 30 άτομα, σύμφωνα με τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Οι υπόλοιποι Βουλγαρίζοντες εγκατέλειψαν το χωριό μέσα στη περιόδο του 1919-1928 είτε υποβάλλοντας αιτήσεις για εθελοντική μετανάστευση, είτε απλώς αφού είχαν ρευστοποιήσει την περιουσία τους, εγκατέλειπαν τη περιοχή. Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης στο βιβλίο του Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912-1930), Θεσσαλονίκη 1996 στις σελίδες 192-200 παρουσιάζει έναν αναλυτικό κατάλογο με αιτήσεις που υποβλήθηκαν από κάθε χωριό της Μακεδονίας για την εθελοντική ανταλλαγή. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες από το Μοναστηράκι υπήρχαν 64 αιτήσεις. Δεν πρέπει, ωστόσο, να εξισωθεί ο αριθμός των αιτήσεων με αυτών των οικογενειών. Οι αιτήσεις μπορούσαν να υποβληθούν από κάθε άνδρα ενήλικα, συνεπώς δεν συμπεριελάμβανε απαραίτητα 5 άτομα, αλλά γύρω στα 2 με 3 κατά μέσο όρο. Αν δεχθούμε τον εσφαλμένο ισχυρισμό, καταλήγουμε να βρίσκουμε ότι στο Θεοδωρίτσι, για παράδειγμα, ζούσαν 235 Βουλγαρίζοντες (47 αιτήσεις), ενώ ποτέ δεν πέρασαν τους 150, παρά τα υπέρογκα ποσά, που παρουσιάζουν ο Brancoff και ο Κάντσοφ. Αντίστοιχα, στο διπλανό Λιπόσι, παρόλο που κατοικούσαν περίπου 470 εξαρχικοί σλαβόφωνοι πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, οι αιτήσεις που κατατέθηκαν ήταν μόλις 18.

Η εκπαίδευση στο Ντελή Χασάν
   Στο βιβλίο του Brancoff ''Η Μακεδονία και ο Χριστιανικός Πληθυσμός'' αναφέρεται ότι στο Ντελή Χασάν λειτουργούσε το 1905 βουλγαρικό δημοτικό σχολείο με 28 μαθητές. Ωστόσο, οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί με την συγκεκριμένη πληροφορία. Πρωτίστως, ο αριθμός των 28 μαθητών σε σύγκριση με το συνολικό πληθυσμό των περίπου 280 Σλάβων του χωριού, μοιάζει υπερβολικός. Έπειτα, ο π. Μακάριος ισχυρίζεται πως μεταξύ άλλων στη διαθήκη του (Ντελή) Χασάν Μπέη, γίνεται λόγος για ένα ελληνικό σχολείο κοντά στη Μονή. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα ελληνικά σχολεία ήταν πιο πολλά, ανεξαρτήτως εάν ο πληθυσμός ήταν ελληνικός ή όχι. Η ύπαρξη ελληνικού σχολείου στο χωριό υποστηρίζεται και από τον Ιωάννη Μπάκα στο βιβλίο του ''ο Ελληνισμός και η μητροπολιτική περιφέρεια Μελένοικου'' όταν σε υπόμνημά του καταγράφει τα χωριά που έλαβαν ετήσιο επίδομα από το Προξενείο Σερρών κατά το έτος 1904 για τη συντήρηση των σχολείων τους. Μεταξύ άλλων αναφέρεται το Ντελή Χασάν, διδάσκαλος στο οποίο ήταν εκείνο το χρόνο, σύμφωνα με το υπόμνημα, ο Αβραάμ Στεργίου. Αυτός έλαβε το ποσό των 15 οθωμανικών λιρών. Είναι, πάντως, σίγουρο ότι και τα παιδιά εξαρχικών φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο, μιας που τα παιδιά των πατριαρχικών, στα οποία δινόταν η ευκαιρία να πηγαίνουν στο σχολείο, θα ήταν πάρα πολύ λίγα, έτσι ώστε δεν θα υφίστατο τάξη μόνο με αυτά. Συν τοις άλλοις, έχουν γίνει πολλές αναφορές στην χρησιμότητα της ελληνικής γλώσσας για έναν μη ελληνόφωνο εκείνη την εποχή.   

Ο πληθυσμός του χωριού κατά τα έτη 1891 και 1928:
  • περ. 300 άτομα (1891)
  • 420 άτομα (1900)
  • 480 άτομα (1905)
  • 540 άτομα (στις αρχές του 1913)
  • 511 άτομα (1913)
  • (1920)
  • 322 άτομα (1928) εκ των οποίων, οι 283 ήταν πρόσφυγες από το Άκαλαν της Ανατολικής Θράκης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Τσάμηδες και ο αλβανικός ανθελληνισμός

Η Ιστορία των Τσάμηδων    Μπορώ να πω ότι αυτό το θέμα σχετικά με την ιστορία Τσάμηδων όπως και η ιστορία των Σουλιωτών και Αλβανών ήταν από τα πιο περίπλοκα θέματα, διότι υπάρχουν πολλά ασαφή κενά και λανθασμένα κείμενα, ή και προπαγανδιστικά, σε αυτήν την ιστορία, τα οποία μπορούν να μας δημιουργήσουν λανθασμένες αντιλήψεις ανα πάσα στιγμή. Για παράδειγμα, όταν έψαξα για τους Τσάμηδες στην σειρά εγκυκλοπαιδειών Χάρη Πάτση (Βασική Εγκυκλοπαίδεια των Νέων, Νεώτατη έκδοση 1981-1982), τους ανέφερε ως αλβανικής καταγωγής. Συγκεκριμένα: Η περιοχή της Τσαμουριάς ΤΣΑΜΗΔΕΣ:  Κάτοικοι της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας), αλβανικής καταγωγής. Τσάμηδες ονομάσθηκαν κυρίως εκείνοι από τους κατοίκους που ασπάσθηκαν την μουσουλμανική θρησκεία (κατα τον 17ο και 18ο αιώνα), για να διατηρήσουν την περιουσία τους. Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες, κατά την απογραφή του 1940 έφθαναν τις 18.000 μέσα σε 65.000 πληθυσμό του νομού Θεσπρωτίας, κατείχαν δε τις πιο εύμορφες περιοχές του ν...

Οι Ρομά του Νομού Σερρών

Του Δημητρίου Ζάχου, Αναπληρωτή καθηγητή ΑΠΘ    Σύμφωνα με την παράδοση, οι Οθωμανοί μπέηδες των Σερρών έφεραν π ριν από πολλά χρόνια τους/τις προγόνους των με λών των ρομικών ομάδων από την Αίγυπτο , για να κ αλλιεργήσου ν τα τσιφλίκια το υς. Σ ύμφωνα με τα γραπτά τεκμήρια όμως, η παρουσία των Ρ ομ στην περιοχή των Σερρών καταγράφ εται στο δε ύτερο ήμισυ του 15 ου αιώνα και στο 16ο αιώνα, ενώ συγκεκριμένε ς μαρτυρίες φανερών ουν τη δράση τους κατ ά τη διάρκεια της δεύτερης περι όδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (από το 17ο αιώνα και έ ντευθεν) . Την εν λόγω περίοδο, η σύνδεση της οικονομικής ζ ωής της Οθωμανικής Αυτοκρατ ορίας με αυτή των Δυτ ικοευρωπαϊκών χωρ ών προκάλεσε σημάντικές αλλ αγές στον τρόπο και στους ρυθμούς της αγροτικής παραγωγής, οι οποί ες προσ δίδουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την πρ οσπάθεια της Οθωμανικής δ ι οίκησης να οδηγήσει διάφ ορες ρομι κές ομάδες σε μόνιμη εγκατάστασ η σε διά φορες αγ ροτικές της περιοχές. Οι ιδιαίτ ερες συνθήκες κάτω απ...

Μακεδονικές Υποθέσεις 2: Πώς ένα χωριό γίνεται "ελληνικό" ή "βουλγαρικό"; Η περίπτωση των χωριών στον καζά Πετριτσίου στα τέλη του 1906

«[...] Μετά χαράς, ως και χθες τηλεγράφησα, αναγγέλω εις την Υμ. Παναγιότητα, ότι δύο χωρία της επαρχίας Πετρίτσης, το Μίτινο εκ 40 οικιών συνιστάμενον και το Συρπάνι εξ 60, οικεία βουλήσει προσήλθον εις την Ι. Μητρόπολιν και επέδωκαν αναφοράν, νομίμως υπογεγγραμμένην και σεσημασμένην δια της σφραγίδος του χωρίου, δι' ής αναγνωρίζουσι τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και την ιεράν Μητρόπολιν Μελενίκου ως πνευματικήν και εκκλησιαστικήν αυτών αρχήν. [...] Πλησίον της Πετρίτσης ορθόδοξα υπάρχουσι δύο έτερα χωρία, Κάμενα και Κολάροβο εκ 40 και 25 οικιών, τα οποία στερούνται ιερέων και διδασκάλων » [1] . Χάρτης του Λιθογραφείου Κοντογόνη με τίτλο "Θεσσαλονίκη", 1910. Φαίνονται τα χωριά του καζά Πετριτσίου, τα οποία αναφέρονται σε αυτή την υπόθεση (από δυτικά προς τα ανατολικά): Γιαβόρνιτσα, Κάμινα, Κολάροβον, Γιουρουκλερί μαχαλάδες (νοτιοανατολικά από το Πετρίτσι), Τοπόλνιτσα, και προς βορρά παράλληλα με τον ποταμό Στρυμόνα: Μιτίνοβον, Σιρμπάνοβον και Στάρτσοβον. Η ...