Η Μακεδονία, ή πιο συγκεκριμένα η
περιοχή των κεντρικών Βαλκανίων, υπήρξε κατά τον Μεσαίωνα πεδίο δράσης και
παρουσίας του σλαβικού-βουλγαρικού στοιχείου, εκτός από τις παράκτιες ζώνες της,
οι οποίες παρέμειναν συνδεδεμένες με τον βυζαντινό πολιτισμό, τόσο δημογραφικά
όσο και πολιτισμικά. Καθώς, λοιπόν, οι βαλκανικοί λαοί το 19ο αιώνα κινούνταν
με τις επαναστάσεις τους για ανεξαρτησία και επέκταση, να ανασυστήσουν τα
μεσαιωνικά τους κράτη που κατέλυσε η τουρκική κατάκτηση, ήταν επόμενο οι
Βούλγαροι να κινηθούν προς τη Μακεδονία. Αντίστοιχα, η παρουσία των Βλάχων στα
εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κινητοποίησε τους “εκείθεν του Ίστρου
Βλάχους”, δηλαδή τους Ρουμάνους, προς την εθνική “αφύπνιση” των πρώτων.
Γενικά,
οι επαναστάσεις των βαλκανικών εθνών προσπάθησαν να πιάσουν το νήμα από τους
τελευταίους σπουδαίους ηγέτες τους. Οι Αλβανοί από τον Σκεντέρμπεη[1],
οι Βούλγαροι από τους ηγεμόνες του 13ου αιώνα[2],
οι Σέρβοι από τον Στέφανο Ντουσάν[3],
οι Ρουμάνοι από τους Ρωμαίους και τον πρώιμο Μεσαίωνα[4] και οι
Έλληνες από το Βυζάντιο. Μάλλον, αυτή η αναγωγή στο μεσαιωνικό παρελθόν ήταν
ένας επιπλέον λόγος που δεν άφηνε περιθώρια στην ανάδυση μιας σλαβομακεδονικής
ταυτότητας κατά την εποχή της ανόδου του εθνικισμού στα νότια Βαλκάνια
(19ος-αρχές 20ου αιώνα). Σχετικά μ' αυτούς που υποστήριζαν την ύπαρξη της
σλαβομακεδονικής ταυτότητας, οι Βούλγαροι και οι Έλληνες εθνικιστές απαντούσαν
ότι ουδέποτε υπήρξε κάποιου είδους σλαβομακεδονικό έθνος στο παρελθόν. Ωστόσο,
αυτό το γεγονός δεν στάθηκε εμπόδιο στο να δημιουργηθεί ένα στις αρχές του 20ου
αιώνα.
2.1. - Ποια ήταν η
μορφή του ελληνικού έθνους το 1821 και ποιοι θα ήταν οι αλύτρωτοι αδελφοί και
το χρέος του μέλλοντος;
Μπορεί τα
βαλκανικά έθνη να κινούνταν για την «αποκατάσταση» των εδαφών που έλεγχαν οι
Οθωμανοί στη κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εμφάνιση των τελευταίων στα
Βαλκάνια, αλλά κανένα δεν είχε τον 19ο αιώνα τη μορφή που είχε τον
14ο. Ούτε ελληνικό έθνος υπήρχε πρωτύτερα με τη μορφή που
εμφανίστηκε το 1821. Ήταν απλά μια μετεξέλιξη του Ορθόδοξου γένους, όπως αυτό
διαμορφώθηκε στους όψιμους οθωμανικούς αιώνες, μιας μεγάλης ομάδας χριστιανών
(κυρίως ελληνόφωνων και έπειτα Αρβανιτών, Βλάχων, σλαβόφωνων ακόμη και
τουρκόφωνων) με συναίσθηση του ανήκειν στην ίδια ομάδα: αυτήν που φέρει τη
κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με ελληνική παιδεία κ.ά[5].
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι:
"...τα
έθνη δεν είναι παρά κατασκευάσματα του νου μας τα οποία επινοήθηκαν αρκετά
πρόσφατα. Μολονότι εξακολουθεί να διεξάγεται μια ζωηρή συζήτηση γύρω από αυτό
το ζήτημα, ενισχύεται σταθερά η κοινή πεποίθηση μεταξύ των μελετητών πως τα
"έθνη" και οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι κάποιες αυθύπαρκτες ή
"αώνιες οντότητες", αλλά αντίθετα αποτελούν φαινόμενα τα οποία
εξελίσσονται ιστορικά και τα οποία εμφανίστηκαν μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά
πλαίσια και υπόκεινται, στο πέρασμα του χρόνου, σε διαδικασίες εξέλιξης και
ασυνέχειας καθώς και σε αλλεπάλληλα επεισόδια δόμησης, αποδόμησης και
αναδόμησης. Οι νεότεροι εθνικισμοί συχνά χρησιμοποίησαν παλαιότερες εθνοτικές
ευαισθησίες[6]
και σύμβολα στα οποία προσέθεσαν νέα νοήματα συνδυασμένα με καινούργια στοιχεία
και τα οποία στο τέλος τα ενέταξαν όλα μαζί σε νέα διανοητικά και ιδεολογικά
πλαίσια.[7]"
Ενώ
λοιπόν, οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες ή "Αλβανίται"[8] (όπως
δηλαδή αναφέρονται σε χρονικά της ύστερης Βυζαντινής περιόδου οι Αλβανοί[9]),
οι Βούλγαροι κ.ά., οι οποίοι επέδραμαν ή εγκαθίσταντο κατά χιλιάδες στη
βυζαντινή επικράτεια, παρουσιάζονται ως ξεχωριστοί λαοί από τους Βυζαντινούς
του 14ου και 15ου αιώνα, στις αρχές του 19ου αιώνα κυρίως εξαιτίας της υπαγωγής
όλων αυτών των χριστιανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο δημιουργήθηκε μια ενιαία ταυτότητα, αυτή του "Ρουμ", του
ορθόδοξου χριστιανού[10], χωρίς
ωστόσο παραπέμπει μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα σε κάτι ελληνικό με την εθνική
έννοια του όρου[11]. "Οι
Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Βλάχοι, οι Σέρβοι και οι Αλβανοί σχηματίζουσι την
σήμερον Έθνη εξ ων έκαστον έχει την γλώσσαν του. Όλοι όμως ούτοι οι λαοί και
όσοι άλλοι κατοικούν την Ανατολήν ενούμενοι δια της πίστεως και της Εκκλησία
σχηματίζουσιν εν σώμα και έθνος εν υπό το όνομα των Γραικών ή Ρωμαίων. Ούτως, η
οθωμανική Διοίκησις, όταν κοινώς αποτείνεται προς τους υπηκόους της Χριστιανούς
Ορθοδόξους, τους καλεί γενικώς Ρωμαίους, και τον Πατριάρχην, Πατριάρχην των
Ρωμαίων ονομάζει πάντοτε. Όταν δε μερικώς εις ένα τούτων των λαών έχη να
ομιλήση, τότε τον διακρίνει με το κύριόν του όνομα[12]."
Έτσι,
καθώς η ομάδα που επαναστάτησε και αποτέλεσε το ελληνικό έθνος του 19ου αιώνα ήταν
μέρος του μέχρι τότε ορθόδοξου μιλέτ, οι ελληνόφωνοι Καθολικοί και Μουσουλμάνοι
δεν αποτέλεσαν μέρος του νέου αυτού ελληνικού έθνους. Άλλωστε οι πρώτοι
διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους ορθόδοξους, ενώ οι ελληνόφωνοι
μουσουλμάνοι (Τουρκοκρητικοί & Βαλαάδες της Μακεδονίας) ταυτίζονταν με τους
Μουσουλμάνους[13]. Το
αποτέλεσμα ήταν η "απελευθέρωση" των Ορθόδοξων πληθυσμών να
αποτελέσει την εθνική αποστολή του ελληνικού κράτους μέχρι το 1922. "Στα
τέλη του αιώνα (εννοεί
του 19ου) έγιναν σύντονες προσπάθειες, που
πήγαζαν κυρίως μέσα από το βασίλειο, να ενσταλαχθεί ένα αίσθημα ελληνικής
ταυτότητας όχι μόνο στους Έλληνες (και σε μερικούς μη Έλληνες) της Μακεδονίας,
αλλά και στους μεγάλους και συχνά τουρκόφωνους, ελληνικούς πληθυσμούς της
Μικράς Ασίας[14]."
2.2. - Το βουλγαρικό
εθνικό κίνημα ως πρώτο εμπόδιο προς την ελληνική εθνική ολοκλήρωση
Στη Μακεδονία υπήρχαν εκατοντάδες
χιλιάδες ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι γι' αυτό και μόνο τον λόγο, για το
ορθόδοξο δόγμα τους, πληρούσαν τα κριτήρια για να ενταχθούν στο ελληνικό έθνος,
ανεξαρτήτως μητρικής γλώσσας, κοινωνικής τάξης ή άλλων παραγόντων, κατά την
οπτική του ελληνικού βασιλείου[15].
Τροχοπέδη στα σχέδια του τελευταίου αποτέλεσε πρωτίστως το βουλγαρικό εθνικό
κίνημα, το οποίο εξαπλώθηκε κυρίως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1870. Αρχής
γενομένης από τις επικλήσεις του Βούλγαρου μοναχού Παΐσιου, ο οποίος μέσω του
βιβλίου του με τον τίτλο Σλαβοβουλγαρική Ιστορία, γραμμένο το 1762, καλούσε
τους Βούλγαρους να σταματήσουν να μιλούν ελληνικά και να θυμηθούν το ένδοξο
μεσαιωνικό τους παρελθόν[16], οι
Βούλγαροι εθνικιστές έδωσαν βάση στην μητρική τους γλώσσα, θεωρώντας την ως
συνδετικό κρίκο αυτών με το ένδοξο παρελθόν τους και ως ακρογωνιαίο λίθο της
αναβίωσης του βουλγαρικού έθνους. Έτσι, γι' αυτούς αντίστοιχα, εν δυνάμει
Βούλγαροι ήταν όλοι αυτοί που μιλούσαν σλαβικές διαλέκτους[17].
Συνεπώς,
το αντικείμενο προς διεκδίκηση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία ήταν οι
ορθόδοξοι που μιλούσαν σλαβικά, είτε αυτοί βρίσκονταν στην Ανατολική Ρωμυλία
και τη Θράκη, είτε στην Μακεδονία: η Ελλάδα τους διεκδικούσε με κριτήριο την
Ορθοδοξία και η Βουλγαρία πρόβαλε ως κριτήριο την σλαβική τους γλώσσα. Από
νωρίς, η βουλγαρική προεπαναστατική ανώτερη τάξη κατάλαβε ότι προκειμένου να
αναδείξουν την βουλγαρική τους ταυτότητα, έπρεπε οι Βούλγαροι να απαγκιστρωθούν
από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο κρατούσε τους ορθόδοξους χριστιανούς
των Βαλκανίων σε μια κατάσταση, η οποία δεν τους διαχώριζε από τους Έλληνες,
και άρα κινδύνευαν να εξελληνιστούν.
2.3. - Η απουσία του
εθνικισμού από τις Οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων μέχρι τα μέσα του 18ου
αιώνα και η “Βαλκανική Ορθοδοξία”
Ποια ήταν όμως η κατάσταση στα μέσα
του 19ου αιώνα και εξής, και γιατί δεν εμφανίστηκε η βουλγαρική αντίδραση
νωρίτερα; Από τα τέλη του 18ου αιώνα έχουμε στα Βαλκάνια την ανάδυση μιας
ελληνικής αστικής και εκκλησιαστικής τάξης με παράλληλη την σταδιακή προώθηση
της ελληνικής παιδείας. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου ήταν αυτό που ονόμαζαν
οι Βούλγαροι του 19ου αιώνα ως
"γραικομανία"[18], δηλαδή
τον εκούσιο εξελληνισμό αυτών που επιθυμούσαν να ανέλθουν κοινωνικά[19].
Επρόκειτο στην ουσία για μια ενσωμάτωση στην κυρίαρχη κουλτούρα της εποχής,
καθώς ο όρος Έλληνας είχε ακόμη κοινωνικό περιεχόμενο. Ωστόσο, στα τέλη του
18ου αιώνα το φαινόμενο της γραικομανίας ήταν περιορισμένο στα ανώτερα
στρώματα, γεγονός που δεν προκαλούσε αντιδράσεις. Υπήρχαν διάσπαρτα σχολεία σε
όλα τα βαλκάνια, τα οποία είχαν όλα ως γλώσσα διδασκαλίας τα ελληνικά, όπως για
παράδειγμα το 1810 υπήρχαν 2 μόνο σχολεία στο πασαλίκι του Βελιγραδίου, την
καρδιά της μελλοντικής Σερβίας[20].
Figure 4 Βλ. Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη Γ'
Γυμνασίου, Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα, 1991, σ. 117.
Έτσι,
σταδιακά αμβλύνθηκαν οι υπάρχουσες εθνοτικές ιδιαιτερότητες και την θέση τους πήρε
η ταυτότητα της «Βαλκανικής Ορθοδοξίας» με έμφαση στην ελληνοβυζαντινή
παράδοση. Το παράδειγμα του Ιώσηπου Μοισιόδακα είναι χαρακτηριστικό. "Ταυτόχρονα
όμως με τη διαφθορά που κατέτρωγε τους θεσμούς της εκκλησίας ανθούσε μια
βαλκανική ορθοδοξία, της οποίας οι ορίζοντες απλώνονταν από τη Μεσόγειο ως τη
Μαύρη Θάλασσα και από τη βόρεια Ιταλία ως τη Ρωσία. Η ελευθερία κινήσεων και
σκέψης που είχαν οι μορφωμένοι μέσα σε αυτή την ορθόδοξη βαλκανική
κοινοπολιτεία μπορεί να ανιχνευτεί στις σταδιοδρομίες και στα ταξίδια ανθρώπων
όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ένας διακεκριμένος παιδαγωγός και λόγιος
μεγαλοβλαχικής καταγωγής, από τη νότια όχθη του Δούναβη, στη σημερινή Ρουμανία.
Γεννημένος το 1725, μαθήτευσε και εξελληνίστηκε σε σχολεία της Θεσσαλονίκης,
της Σμύρνης και του Αγίου Όρους, προτού σπουδάσει στη Πάδουα και μετά διδάξει
στις ηγεμονικές ακαδημίες του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, που ήταν τα κέντρα
της ελληνικής παιδείας στα Βαλκάνια[21].”
Στο
πνεύμα της εποχής εντάσσονται τόσο τα ελληνικά ιδρύματα των Δραγουμάνων στην
Μολδοβλαχία, όσο και η άνθιση της ελληνικής παιδείας στη Μοσχόπολη και σε άλλα
αστικά κέντρα από Βλάχους, οι οποίοι όντας μακριά από την ιδέα του εθνικισμού,
δεν ανέπτυξαν εκείνη τη περίοδο μια ξεχωριστή εθνική ταυτότητα, αλλά στήριξαν
τον ελληνικό πολιτισμό νοώντας τον ως κομμάτι του Ορθόδοξου Γένους, όπως και
άλλοι μη ελληνόφωνοι πληθυσμοί. Αντίστοιχα παραδείγματα αποτελούν οι Γκρίγκορ
Παρλίτσεφ[22],
τα αδέλφια Μιλαντίνοβι[23]
κ.ά.. Όλα αυτά έγιναν στο πλαίσιο αυτού του ρεύματος ενότητας της Βαλκανικής
Ορθοδοξίας. Στη περίπτωση των Βλάχων, η κίνηση για εθνικό διαχωρισμό από τους
Έλληνες ξεκίνησε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, λίγο μετά από αυτήν των
Βουλγάρων.
Κατ'
επέκταση, τα ελάχιστα ελληνικά σχολεία και μερικές ελληνικές ακαδημίες στα
Βαλκάνια δεν μπορούσαν γίνουν απειλητικά για τον πολιτισμό των άλλων εθνοτήτων
και η μη ελληνόφωνη μάζα των Βαλκανίων δεν επηρεαζόταν από αυτό[24].
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, τα σχολεία πολλαπλασιάζονταν, σε σημείο που
στις αρχές του 20ου αιώνα σχεδόν κάθε χωριό της Μακεδονίας είχε ένα και
παραπάνω σχολεία ενώ δεν έλειπαν τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα
(παρθεναγωγεία, γυμνάσια κ.ά.) από τα κατά τόπους κεφαλοχώρια. Έτσι, οι ιδέες
του εθνικισμού έφτασαν στους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο
γραμματέας της Εξαρχίας, Ντιμίταρ Μίσεφ σημειώνει την παρακάτω αλλαγή στον
αριθμό των ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία[25]:
1877
|
256
σχολεία
|
1896
|
907
σχολεία
|
1904
|
998
σχολεία
|
Αυτή
η κατάσταση ήταν επιθυμητή από την ελληνική πλευρά, καθώς η διατήρηση της
ελληνικής εκπαίδευσης σε μη ελληνόφωνους πληθυσμούς αξιοποιώντας το δίκτυο του
Οικουμενικού Πατριαρχείου παράλληλα με την ραγδαία εξάπλωση των εκπαιδευτικών
φορέων, θα είχε ως αποτέλεσμα τoν
γλωσσικό εξελληνισμό αυτών των πληθυσμών. Η ανερχόμενη βουλγαρική αστική τάξη
του 19ου αιώνα παρατηρώντας αυτή την αλλαγή ήδη πολύ πριν προλάβει να εδραιωθεί
η ελληνική εκπαιδευτική εκστρατεία στους βόρειους καζάδες, προσπάθησε να
στηρίξει το δικό της εκπαιδευτικό έργο, με σκοπό να αποτρέψει τον εξελληνισμό
των σλαβόφωνων στη Βουλγαρία, τη Θράκη και τη Μακεδονία. Το ίδιο έπραξε και η
Ρουμανία σχετικά με τους Βλάχους ανοίγοντας ρουμανικά (επισήμως γνωστά ως
βλαχικά) σχολεία στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία με πρωτοστάτη τον
Απόστολο Μαργαρίτη[26]. Η
Σερβική εκπαιδευτική προπαγάνδα στη Μακεδονία περιορίστηκε στους βόρειους
καζάδες του βιλαετίου του Μοναστηρίου και των Σκοπίων. Διεκδικούσαν και αυτοί
τους σλαβόφωνους ως Σέρβους, υστερούσαν, ωστόσο, σε πολλά σημεία συγκριτικά με
την βουλγαρική εθνική προπαγάνδα[27].
2.4. - Ο ρόλος της
θρησκείας των Οθωμανών υπηκόων
Σε αυτό το σημείο δέον είναι να
διευκρινιστεί κάτι. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί υπήκοοι του οθωμανικού κράτους
μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως σημειώνεται παραπάνω, δεν είχαν χωριστεί σε εθνικές
ομάδες, αλλά διατηρούσαν την ταυτότητα του “Ρουμ”. Ακόμη και η δημιουργία του
ελληνικού και του σερβικού κράτους μερικές δεκαετίες νωρίτερα δεν προέκυψε τόσο
ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης του εθνικισμού στα Βαλκάνια, αλλά, παράλληλα με το
εθνικό αίσθημα, εκφράστηκε περισσότερο με ένα θρησκευτικό πρόσημο ορθόδοξων χριστιανών
υπηκόων κατά μουσουλμάνων κρατικών αξιωματούχων[28].
Γι’ αυτό άλλωστε και στους ανταγωνισμούς στη Μακεδονία, στόχος ήταν οι
ορθόδοξοι για την Ελλάδα.
Σταδιακά
από το 1850 και έπειτα ο εθνικισμός φαίνεται να είχε στεριώσει στα βαλκανικά
κράτη εκείνης της περιόδου (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία), τα οποία λειτούργησαν ως
κέντρα προς την εξάπλωση της εθνικής ιδεολογίας στους χριστιανούς της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η περίπτωση της Βουλγαρίας είναι ακόμα πιο
ενδιαφέρουσα. Είχε δημιουργηθεί εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ένα δίκτυο
που προωθούσε την βουλγαρική εθνική ιδέα. Όταν μερικές περιοχές, στις οποίες
απλωνόταν αυτό το δίκτυο αυτονομήθηκαν και αποτέλεσαν την φόρου υποτελούς στη
Πύλη Βουλγαρία (μαζί με το μόρφωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας), τότε και αυτή
έστρεψε το ενδιαφέρον της προς τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας και
της Θράκης.
2.5. Η σημασία της
γλώσσας
Όταν ξεκίνησαν οι διάφορες
βαλκανικές δυνάμεις να προωθούν την εθνική τους προπαγάνδα μέσα από τα σχολεία
που ίδρυαν, ιδιαίτερη βαρύτητα δινόταν στην γλώσσα του εκάστοτε πληθυσμού, που
βρισκόταν στο εθνικό στόχαστρο της κάθε χώρας. Ο λόγος γι' αυτήν τη κίνηση
φανερώνει την μορφή της νέας εποχής που φέρνει ο εθνικισμός στα Βαλκάνια του
τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Καταρρέει σταδιακά η ταυτότητα
του Ορθόδοξου χριστιανού και την θέση του παίρνουν οι εθνικές ταυτότητες οι
οποίες βασίζονται στη γλώσσα (του Έλληνα, του Βλάχου-Ρουμάνου[29], του
Βούλγαρου[30], του
Σέρβου[31]).
Πρέπει, όμως, να διευκρινιστεί ότι η γλώσσα εισέρχεται ως ένα ισότιμο στοιχείο
της εθνικής ταυτότητας μαζί με την εκκλησιαστική υπαγωγή, μόνο στους
χριστιανούς. Ακόμη κι η Ελλάδα που προσπαθούσε στα τέλη του 19ου αιώνα να
κρατήσει με κάθε τρόπο τους μη ελληνόφωνους Ορθόδοξους της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας κάτω από την δική της επιρροή στα πλαίσια μιας δήθεν
Οικουμενικότητας, τους εξελλήνιζε γλωσσικά γνωρίζοντας ότι αργά η γρήγορα η
γλώσσα τους θα τους οδηγήσει να ακολουθήσουν τους ομόγλωσσούς τους[32]. Τότε,
όταν ερχόταν η ώρα να τους ακολουθήσουν, είτε εξαιτίας κάποιου οικονομικού
αποκλεισμού, μίας διευκόλυνσης από την αντίπαλη ομάδα κ.ο.κ., υπάγονταν στον
αντίστοιχο εκκλησιαστικό φορέα (Εξαρχία, Ρουμανική ή Σερβική εκκλησία). Αυτή
ήταν η νέα εποχή, αυτή του βαλκανικού εθνικισμού.
2.6. - Η εκκλησιαστική
υπαγωγή
Η ιδέα του έθνους στα Βαλκάνια,
πέρα από τη θρησκεία και τη γλώσσα, περιστρεφόταν γύρω από έναν ακόμη
ισχυρότερο παράγοντα, ο οποίος ήταν αλληλένδετος με τους παραπάνω: την
εκκλησιαστική υπαγωγή. Oι
Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι προωθούσαν την εθνική ιδέα τους με βάση την
ελληνική, τη βουλγαρική και τη σερβική αυτοκέφαλη εκκλησία αντίστοιχα. Η
Ρουμανία ως ένα σημείο στηριζόταν στην Εξαρχία, αλλά από το 1905 αναγνωρίστηκαν
οι οπαδοί της ως ξεχωριστό βλαχικό μιλέτ και έτσι είχαν την ευκαιρία να
λειτουργούν δικιές τους εκκλησίες, να εκλέγουν αντιπροσώπους κ.ά.[33].
Το
σίγουρο είναι ότι η εκκλησιαστική υπαγωγή εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
παρείχε ως οργάνωση τα απαραίτητα εργαλεία για την προώθηση της κάθε εθνικής
προπαγάνδας: με λίγα λόγια, γύρω από την θρησκεία ήταν οργανωμένες οι
κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για αιώνες[34]. Είναι
γνωστό ότι, όσον αφορά στους χριστιανούς, οι ιερείς είχαν δικαστικές,
φορολογικές κ.ά. αρμοδιότητες επί του ποιμνίου τους[35]. Κατ'
επέκταση η υπαγωγή ενός σλαβικού χωριού της Μακεδονίας στην Εξαρχία, για
παράδειγμα, δεν σήμαινε απλά μια μικρή αλλαγή στη θρησκευτική ζωή, αλλά τη
δημιουργία μιας βουλγαρικής νησίδας. Η υπαγωγή αυτή άλλαζε τρεις βασικούς
τομείς: τον εκκλησιαστικό, τον εκπαιδευτικό και τον αυτόν του ένοπλου
ανταγωνισμού. Μιας που πέρα από την αλλαγή στο εκκλησιαστικό κομμάτι (οι
λειτουργίες από την ελληνική γίνονταν πλέον στην εκκλησιαστική σλαβονική), εάν
η κοινότητα συντηρούσε ένα σχολείο, δεχόταν πλέον Βούλγαρο δάσκαλο, ενώ οι
αριστούχοι μαθητές στέλνονταν ως υπότροφοι στην Βουλγαρία, και η κοινότητα
στήριζε χρηματικά τα δίκτυα των κομιτατζήδων. Ακριβώς το ίδιο γινόταν εάν μια
κοινότητα εντασσόταν στο ελληνικό στρατόπεδο, του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Επιπλέον,
οι ιερείς προπαγάνδιζαν υπέρ των εθνικών κρατών που αντιπροσώπευαν, προωθώντας
και την προπαγάνδα που αυτό αναπαρήγαγε για τον εκάστοτε πληθυσμό. Ορίστε ένα
απόσπασμα μιας συνομιλίας του Γερμανού Καραβαγγέλη με τον Κώττα: "Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του
Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εκσλάβισαν. Η μορφή σας είναι
ελληνική και η γη που πατάμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που
είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι ελληνικά και τα νομίσματα που βρίσκουμε
είναι ελληνικά κι οι επιγραφές είναι ελληνικές[36]."
Όπως στην προκειμένη περίπτωση, παράλληλα με τους εκπαιδευτικούς, οι
πατριαρχικοί ιερείς δασκάλευαν το σλαβόφωνο ποίμνιο ότι έχει ελληνική καταγωγή,
ενώ οι εξαρχικοί ότι έχει βουλγαρική. Αντίστοιχα, οι Βλάχοι άκουγαν από τους
πατριαρχικούς ιερείς ότι είναι Έλληνες, ενώ από τους Ρουμάνους ότι είναι
Ρουμάνοι κ.ο.κ.. Αυτή, λοιπόν, ήταν η σημασία της εκκλησίας στον αγώνα των
εθνικών συνειδήσεων και γι' αυτόν τον λόγο οι εμπλεκόμενες παρατάξεις,
προσπάθησαν να συνοδεύσουν το εκπαιδευτικό τους έργο με την αντίστοιχη
εκκλησιαστική δραστηριότητα, η οποία πάντα έφερε τη σφραγίδα του εκάστοτε
εθνικού κράτους. Η προώθηση της ελληνικής προπαγάνδας από μέρος του Μητροπολίτη
Αιμιλιανού φαίνεται, μεταξύ άλλων, σε μια επιστολή του προς τον πατριάρχη, με
ημερομηνία 26 Φεβρουαρίου 1907, στην οποία αναφέρεται στην επανένταξη 20
ρουμανίζουσων οικογενειών στην πατριαρχική κοινότητα. "[...] Δεύτερον, δε, απαντών, ούτως ειπείν, εις τους θέλοντας δια διαφόρων
εκνόμων και διαστροφών της τε ιστορίας και της καταγωγής των Κουτσοβλάχων και
δια λόγους υστεροβούλους από ετών ματαίως καταγιγνομένους να μεταβάλωσι την
προγονικήν αυτών ελληνικήν εκκλησιαστικήν γλώσσαν, πληροφορώ τη Υ.Θ.Π. ότι εις
άπαντα τα χωρία, εν οις οικούσι Ελληνόβλαχοι της ταπεινής επαρχίας μου και
απάσης της Μακεδονίας, όχι μόνον η εκκλησιαστική αυτών γλώσσα είναι ελληνική,
αλλά και απάσα η ποιητική αυτών γλώσσα είναι επίσης ελληνική. Διότι και τα
ειδυλλιακά και τα ηρωικά και τα γαμήλια και τα θρηνώδη ή επικήδεια αυτών άσματα
είναι άπαντα ελληνικά, τα οποία διετηρήθησαν από στόματος εις στόμα και από
γενεάς εις γενεάν μέχρι σήμερον εις μαρτύριον και απόδειξιν της αρχαίας
ελληνικωτάτης αυτών καταγωγής. Οι κοπτόμενοι υπέρ της μεταβολής της
εκκλησιαστικής αυτών γλώσσης, διότι λέγουσι δεν εννοούσιν αυτήν, διατί δεν
προσπαθούσι να αλλάξωσι την ασματολογίαν αυτών και ανέχονται αυτούς ευθυμούντας
να τραγωδώσιν ελληνιστί, θλιβομένους επίσης να ψάλλωσιν ελληνιστί, και
βοσκόντας ακόμη τα ποίμνια αυτών να εξυμνώσι την φύσιν και την παντοδυναμίαν
του Δημιουργού επίσης ελληνιστί. Αλλά μήπως η λαλουμένη αυτών γλώσσα είναι ξένη
προς την ελληνικήν; Εκ των εκατόν λέξεων τας οποίας προφέρουσι, αι 80 είναι
ελληνικαί, εις τας οποίας προσθέτουσι ξένας καταλήξεις[37]."
Πέρα από
τον αγώνα του εξελληνισμού, εκβουλγαρισμού κ.ο.κ., πολλοί ήταν οι ιερείς που
συντελούσαν στον ένοπλο αγώνα, αναλόγως σε ποιά μερίδα ανήκαν[38]. Παρακάτω παρατίθεται ένα παράδειγμα, όσον
αφορά την συνεργασία εξαρχικών μητροπολιτών και κομιτατζήδων: "Εάν
οι κομιτατζήδες δεν μπορούσαν να υπάγωσι εις μίαν επαρχίαν, έστελλον τους
βουλγαροπαπάδες, τους πράκτοράς των και ανήγγειλον τα θελήματά των. Μερικοί
ψευδοπαπάδες και ψευδοϊεροκύρηκες, επήγαιναν εις τα χωριά, υπό το πρόσχημα να
κάμνουν μίαν ιεροτελεστίαν παρά τας απαγορεύσεις του Πατριαρχείου, και
προέβαινον εις περισυλλογή εράννων υπέρ του κομιτάτου. [...] Το έτος 1904, οπότε μητροπολίτης Μελενίκου
ήτο ο Ειρηναίος, μπήκε με την συμμορίαν μαζί και ο σχισματικός μητροπολίτης
Νευροκοπίου, εις (Άνω) Τζουμαγιάν, τάχα να μοιράση εις τους πτωχούς χρήματα.
Εμπήκε δια να συλλέξη χρήματα. Επιπροσθέτως, προέβαινε εις ιεροτελεστίας. Μόλις
επληροφορήθη ταύτα ο Ειρηναίος, πήγε εις τον Διοικητήν Σερρών, απέσπασε
"Μπουγιουρουλντί", τρέχει εις Τζουμαγιάν και με το χαρτί στα χέρια
κατηυθύνθη εις την αστυνομίαν, το έδωσε και συγχρόνως διεμαρτυρήθη δια τας πράξεις
του μητροπολίτου, Η Αστυνομία φυσικά τον εκάλεσε και διέταξε να φύγη. Έτσι και
έγινεν[39]." Έτσι, οι ιερείς ήταν αυτοί που, μετά από τους
δασκάλους, γίνονταν ο στόχος της αντίπαλης ομάδας[40].
Οι επιθέσεις κατά αυτών δεν αφορούσαν την θρησκεία αυτή καθαυτή, αλλά το εθνικό
κράτος το οποίο αντιπροσώπευαν και εξυπηρετούσαν.
2.7. - Τα έθνη στη
Μακεδονία μέσα από την οπτική των αντιμαχόμενων μερίδων
Το βιβλίο του Βούλγαρου επιθεωρητή
σχολείων στη Μακεδονία, Βασίλ Κάντσοφ, με τον τίτλο Μακεδονία, Εθνογραφία και
Στατιστική είναι το πιο τρανό παράδειγμα που αποδεικνύει την σημασία της
γλώσσας και της θρησκείας ως εθνικά κριτήρια. Αφιερώνει πολλές σελίδες σε ενός
είδους εθνογραφία επάνω στους λαούς της Μακεδονίας, ξεχωρίζοντάς τους ως εξής[41]:
Βούλγαρους, Βούλγαρους Μωαμεθανούς (Πομάκους), Τούρκους, Τούρκους
Χριστιανούς (Γκαγκαούζους κ.ο.κ.),
Έλληνες, Έλληνες Μωαμεθανούς (Βαλαάδες και άλλοι), Αρναούτηδες
(Αλβανούς χριστιανούς και μουσουλμάνους), Βλάχους, Εβραίους, Τσιγγάνους,
Τσερκέζους, Νέγρους, Αρμένιους, Γεωργιανούς, Ρώσους, Δυτικο-Ευρωπαίους και
Σέρβους, 17 διαφορετικούς λαούς στο σύνολο. Έχει σημασία η προτεραιότητα που
δίνει ο Κάντσοφ στη γλώσσα, ξεχωρίζοντας τους λαούς με βάση αυτήν, γεγονός που
δεν συνέβαινε ακόμα σε μεγάλο βαθμό μέσα στα οθωμανικά Βαλκάνια (βρισκόμαστε στο
1900). Φανερώνει, όμως, τις προθέσεις του, να παρουσιάσει όλους τους Βούλγαρους
ως ένα έθνος, ενσωματώνοντας σε αυτούς και τους σλαβόφωνους Πατριαρχικούς,
πολλοί από τους οποίους είχαν δεχθεί την ελληνική επιρροή ένιωθαν ακόμα ότι
αποτελούν κομμάτι του ελληνικού έθνους[42].
Μπορεί όντως να μην διέφεραν στη γλώσσα, στις παραδόσεις κ.ά., αλλά τα στοιχεία
του Κάντσοφ χρησιμοποιήθηκαν για να ευνοήσουν την ιδέα της σύνδεσης μιας
γλώσσας μεταξύ ενός έθνους. Ταυτόχρονα, η περιγραφή των Πομάκων ως Βουλγάρων
μουσουλμάνων, με διάφορες σκόρπιες πληροφορίες ότι δεν ταυτίζονταν με τους
Τούρκους αλλά τους μισούσαν, δείχνει ότι ο Κάντσοφ ήθελε να τους παρουσιάσει ως
ένα ακόμη κομμάτι του βουλγαρικού έθνους, τακτική που εφαρμόστηκε και από την
ελληνική πλευρά κατόπιν εορτής (γύρω στα μέσα του 20ου αι.) με τους Βαλαάδες
της Δυτικής Μακεδονίας[43].
Αντίθετα από τη γνώμη του Κάντσοφ, όπως θα φανεί στα επόμενα κεφάλαια, οι
Πομάκοι της Μακεδονίας του 1900 δεν ήταν Βούλγαροι ως προς τη ταυτότητα και
μουσουλμάνοι ως προς το θρήσκευμα, αλλά Μουσουλμάνοι ως προς τη ταυτότητα και
σλαβόφωνοι ως προς τη γλώσσα. Τα στοιχεία της θρησκείας και της ταυτότητας
έχουν μείνει ίδια, ενώ αυτό που έχει αλλάξει είναι η προσμαρμογή ενός από αυτά
στην ταυτότητά τους: Παλαιότερα είναι η θρησκεία, τώρα η βουλγαρική γλώσσα.
Παρόμοια βαρύτητα στη γλώσσα ως κριτήριο της εθνικής ταυτότητας δινόταν και στο
θέμα των Βλάχων. Έτσι, οι Βλάχοι παρουσιάζονται ξεχωριστά από τους
ελληνόφωνους.
Από
την άλλη, τόσο η ελληνική όσο και η οθωμανική πλευρά έβλεπαν μόνο μερικά έθνη
στη Μακεδονία. Ο Δημήτριος Φιλιππίδης, για παράδειγμα, στο βιβλίο του Η
Μακεδονία σημειώνει ότι αυτή κατοικείται το 1906 από Έλληνες (μεταξύ αυτών υπάρχουν Ελληνόβλαχοι και Ελληνομακεδόνες),
Οθωμανούς (στους οποίους συγκαταλέγει
τους Βαλαάδες και τους Πομάκους), Βούλγαρους
(που θεωρεί φθαρέντες Έλληνες) και Σερβίζοντες
ορθόδοξους. Συμπληρώνει κινούμενος στην ιδέα της εποχής ότι "έχει
προκύψει και έτερον ζήτημα εν οξύτητι... καθ' ο επιδιώκεται η αυθαίρετος
Ρουμανοποίησις των Ελληνόβλαχων"[44], χωρίς
να αναφέρει την ύπαρξη Ρουμάνων, ρουμανιζόντων ή Βλάχων ως ξεχωριστό έθνος στη
Μακεδονία. Τέλος, συμπεριλαμβάνει τους Εβραίους,
τους Αθίγγανους και τους Δυτικο-Ευρωπαίους, καταλήγοντας σε 7
διαφορετικούς λαούς. Είναι προφανής η προτεραιότητα στην εκκλησιαστική υπαγωγή
των λαών, την οποία χρησιμοποιεί ως κριτήριο διαφοροποίησης των λαών της
Μακεδονίας, οπτική που ευνοούσε την ελληνική πλευρά.
Όπως
αναφέρθηκε παραπάνω, όντως η συμπεριφορά ενός πληθυσμού επηρεαζόταν από την
θρησκευτική του υπαγωγή, αλλά αυτή η θέση δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως
ακρογωνιαίος λίθος για τη διεξαγωγή μιας εθνογραφικής έρευνας, διότι πολλοί
διαφορετικοί πληθυσμοί αφομοιώνονται στα γραπτά του Φιλιππίδη τόσο με τους
Έλληνες όσο με τους Οθωμανούς. Μια ιδανική προσέγγιση θα μπορούσε να δίνει βάση
στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε πληθυσμού, όπως τη γλώσσα, τη θρησκεία,
τις παραδόσεις και κυρίως την δική τους αντίληψη για το αίσθημα του ανήκειν,
στάση που φαίνεται από το εάν διατηρούν καθεστώς ενδογαμίας, διαθέτουν πλήθος
στερεοτύπων για τους υπόλοιπους πληθυσμούς κ.ά., ψάχνοντας το «εμείς» και οι
«άλλοι» του κάθε λαού.
[1] Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή
στη Βαλκανική Ιστορία, Τόμος Α', Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων
μέχρι το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη,
2009, σ. 272-275.
[2] ό.π., σ. 238-247.
[3] ό.π., σ. 137-145.
[4] Βλ. ό.π. σ. 205-222
καθώς και Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρής καταστάσεως, εν
Κωνσταντινουπόλει, Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1906, σ. 97-99, όπου παρατίθεται
προκήρυξη με τίτλο "Προκήρυξις του Βλαχικού Κομιτάτου 1862".
[5] Πάνω σ' αυτό, βλ.
Καραγεώργου Μαρία Κ., “Ελληνική Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός. Η ιστορική
συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας του νεοέλληνα και ο ρόλος της Ευρώπης” στα
πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου European Identity and Nationalism, Rutgers State University of New Jersey, Center of Russian and Eastern European Studies, Μάϊος, 2001, σ. 6-13. Οι παραπάνω σελίδες παραπέμπουν στο έγγραφο της
Καραγεωργίου όπως το βρήκα στην ιστοσελίδα https://dokumen.tips/documents/-56d6bd341a28ab30168d0e82.html (4-3-2017).
[6] Προκειμένου να χρησιμοποιηθούν οι συγκεκριμένες
ευαισθησίες, προϋπόθεση είναι να υπάρχουν. Εννοώ πως το ελληνικό έθνος του 19ου
αιώνα ήταν συνδεδεμένο με το παρελθόν του και δεν έσβησε ποτέ, όπως το μαρτυρεί
η προφορική και γραπτή παράδοσή του (μύθοι για τη Πόλη και τον Μεγαλέξανδρο,
για βασιλιάδες, αυτοκράτορες, αρχαία έθιμα και πρακτικές που ενσωματώθηκαν στη
κουλτούρα του, η γραμματεία του, τα ονόματα άλλων λαών τα οποία έδειχναν τις
σχέσεις των Ελλήνων με αυτούς κ.ά.). Ωστόσο, μετεξελίχθηκε. Άλλαξε το
μεσαιωνικό του όνομα (Ρωμηοί), επηρεάστηκε από ρεύματα της εκάστοτε εποχής και
ήρθε σε πολιτισμική όσμωση με άλλα έθνη. Λαοί που παλαιότερα ήταν ξένοι σε
αυτό, τον 19ο αιώνα είχαν εν μέρει ενσωματωθεί (Αρβανίτες, Βλάχοι,
Σλάβοι, τουρκόπουλοι/εκχριστιανισμένοι Τούρκοι του μεσαίωνα, Λαζοί κ.ά.). Το
αποτύπωμα που άφησαν ποικίλει από περιοχή σε περιοχή, και περιορίζεται απο
τοπωνύμια, σε παραδόσεις κ.ά. Σχετικά με τους μη ελληνόφωνους πληθυσμούς, αυτοί
περιορίζονται σήμερα σε μερικές δεκάδες χιλιάδες διάσπαρτοι ανά την Ελλάδα, που
σώζουν κάποια λείψανα της μητρικής τους ή φτάνουν το στάδιο της διγλωσσίας.
[7] Βιβλίο Εργασίας
2. Έθνη και κράτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη,
Επιμέλεια: Μιρέλα-Λουμινίτα Μουργκέσκου, Θεσσαλονίκη, Κέντρο για τη Δημοκρατία
και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, 2006, σ. 14.
[8] Βλ. Σχετικά Alain Ducellier, Οι Αλβανοί στην Ελλάδα
(13ος-15ος αι.), Η μετανάστευση μιας κοινότητας, μετάφραση Κατερίνα
Νικολάου, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα, 1994, σ. 16-24.
[9] Για τη σύνδεση των Αλβανών της Μακεδονίας με τον
ελληνισμό, ο Ι. Καλοστύπης αναφέρει: «Αλλά
μη δυνάμεθα να διασπάσωμεν τους ιερούς δεσμούς προς τον ελληνισμόν, την
ελληνικήν παιδείαν και ιδίαν των εν Μακεδονία αλβανικών κοινοτήτων; Ο φρονών
τούτο είτε Έλληνας, είτε αλλοδαπός αγνοεί τα πράγματα, αγνοεί την αλήθειαν. Ο
ελληνόφρων Αλβανός της Μακεδονίας αδύνατον ν’αποσπασθή του ελληνισμού, ως
αδύνατον ν’αποσπασθούν οι Υδραίοι, οι Σπετσιώται, οι εν Πελοποννήσω Δολιανίται
και Βερβενιώται και άλλοι αλβανικής καταγωγής, αυτοί τέλος οι πρώτοι κάτοικοι
της ελληνικής πρωτευούσης». Καλοστύπης Ι., Μακεδονία, ήτοι μελέτη Οικονομολογική, Γεωγραφική, Ιστορική και
Εθνολογική, δημοσιευθείσα εν τη «Εφημερίδη» κατά τον παρελθόντα Δεκέμβριον,
εκδ. Κάρολος Βίλμπεργ, Εν Αθήναις, 1886, σ. 65. Σχετικά με τους χριστιανούς
Αλβανούς στην ευρύτερη περίοχή του Ντεμίρ Χισάρ, ο Μπάκας αναφέρει ότι κατά το
1884-1885 στην πόλη του Πετριτσίου, η πατριαρχική κοινότητα αποτελείτο από
Βλάχους και λίγους Αλβανούς βλ. Μπάκας Ιωάννης Θ., Ο ελληνισμός και η μητροπολιτική περιφέρεια Μελενοίκου 1850-1912,
Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 139-140.
[10] "Η οργάνωση των
υποδούλων έγινε με βάση όχι την εθνοτική καταγωγή αλλά το σύστημα της αυτόνομης
θρησκευτικής κοινότητας (Μιλλέτ). Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν όχι μόνο
ο θρησκευτικός, αλλά και ο πολιτικός ηγέτης των Ορθοδόξων (Ελλήνων, Σλάβων,
Αλβανών, Αράβων). Η εκκλησία διευθετούσε αστικές και δικαστικές υποθέσεις και
μόνο για ποινικά αδικήματα ήταν αρμόδια τα τουρκικά δικαστήρια. Τα εθνικά
αισθήματα των Ορθοδόξων εξασθένησαν και σφυρηλατήθηκε μία υπερεθνική συνείδηση
του ορθόδοξου χριστιανού έναντι του μουσουλμάνου και του λατίνου.[...]Εισήχθηκε
η έννοια του ορθόδοξου Γένους (η καθ' ημάς ανατολή) που όμως εμπεριείχε και την
εθνική ταυτότητα: ορθόδοξη πίστη και υπαγωγή στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, χρήση της ελληνικής γλώσσας, ελληνορθόδοξη παιδεία, αντίληψη της
πολιτιστικής συνέχειας από το Βυζάντιο." Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή
στη Βαλκανική Ιστορία, Τόμος Α', Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων
μέχρι το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη,
2009, σ. 64-65.
[11] Αυτό συμβαίνει διότι
πρωτίστως η ιδέα του έθνους όπως αυτά είναι γνωστά σε εμάς σήμερα γεννήθηκε
κατά την Γαλλική Επανάσταση το 1789 και έπειτα εξαπλώθηκε σταδιακά στους
επόμενους αιώνες. Αντίθετα, η διοίκηση του Οθωμανικού κράτους στα Βαλκάνια
βασιζόταν για αιώνες στον διαχωρισμό των υπηκόων του με βάση το θρήσκευμα:
Ορθόδοξοι, Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, Ρομά. Οι καθολικοί απέκτησαν ξεχωριστό μιλέτ
το 1852. Έπειτα, ως αποτέλεσμα της ανόδου του εθνικισμού στα Βαλκάνια,
δημιουργήθηκαν το 1870 το βουλγαρικό μιλέτ, το 1905 το βλαχικό μιλέτ κ.ο.κ. με
εθνικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα, το Ορθόδοξο μιλέτ μετουσιωνόταν από τα μέσα
του 19ου αιώνα σε ένα καθαρά ελληνικό μιλέτ και οι μουσουλμάνοι αντίστοιχα
εκτουρκίζονταν πλήρως.
[12] Πατριάρχης Ουγγροβλαχίας
Ιγνάτιος, Απολογία. Ιστορική και Κριτική υπέρ του Ιερού Κλήρου της
Ανατολικής Εκκλησίας κατά των Συκοφαντιών του Νεοφύτου Δούκα, 1815, σ.
108-109.
[13] Σε επιστολή προς τον Περικλή Αργυρόπουλο
για τα γεγονότα σχετικά με τους Ρουμανίζοντες στα Γρεβενά, οι Βαλαάδες
παρουσιάζονται από τον ίδιο ως εξής: «Οι ρουμανίζοντες, μη δυνάμενοι εξ
ομοφρόνων να καταρτίσωσιν ίδιον σώμα εν τη επαρχία Γρεβενών, εσχημάτησαν
συμμορίαν εκ τριών Αλβανών, τριών ρουμανιζόντων εκ Περιβολίου και επτά
Βαλαάδων, ώς καλούνται οι Τούρκοι των μερών τούτων οι λαλούντες την ελληνικήν.
Υπάρχει και ετέρα συμμορία εκ τεσσάρων Βαλαάδων, ήτις ενίοτε συμπράττει μετά
της πρώτης. Οι Βαλαάδες ούτοι λησταί, οι μισθωτοί της ρουμανικής προπαγάνδας
κατάγονται εκ του χωρίου Κρίφτσι της επαρχίας Γρεβενών». Αργυρόπουλος Περικλής Α., Ο Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα),
εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1957, σ. 72.
Το παράδειγμα, δε, των Τουρκοκρητικών ανταρτών δεν
αφήνει περιθώρια για την οθωμανική τους συνείδηση. "Ωσάν να μη ήρκει η
απροκάλυπτος κατά των Ελλήνων έχθρα των Τουρκικών Αρχών και η έκδηλος
βουλγαροφιλία των Γάλλων μεταρρυθμιστών, οι Τούρκοι εξαπέστειλαν ανά το
Σαντζάκιον [Σερρών] επταμελή συμμορίαν αποτελουμένην από Τουρκοκρήτας,
ομιλούντας την Ελληνικήν απταίστως. Ενδεδυμένοι με ελληνικάς φουστανέλλας και
ωπλισμένοι ως οι Έλληνες, παρίστανον τους Έλληνας αντάρτας. Εμφανιθείσα κατ'
αρχάς εις Νιγρίταν προωθήθη προς βορράν φθάσασα μέχρι Κρουσόβου (Αχλαδοχωρίου),
όπου εζήτει παρά των κατοίκων δια της βίας τροφάς. Παρουσιαζομένη αυτή ως
ελληνική, διαβεβαίωνε τους χωρικούς ότι απεστάλη υπό του Μακεδονικού Κομιτάτου,
επιμόνως δ' εζήτει όπως οδηγηθή εις τα κρυσφήγετα των ανταρτών, δια να έλθη εις
συναντησιν μετ' αυτών. Αποκαλυφθείσης όμως της προελεύσεως και των σκοπών αυτής
ειδοποιήθησαν εγκαίρως τα χωρία, ώστε ουδαμού εγένοντο δεκτοί από τους Έλληνας."
Πέννας Πέτρος, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων
μέχρι της απελευθερώσεως των υπό των Ελλήνων (1363-1913), Εκδ. δευτέρα
βελτιωμένη και επηυξημένη, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών-Μελενίκου,
Αθήναι, 1966, σ.276, όπως και Λαούρδας Β., Πέννας Π., "Ο Μακεδονικός Αγών
εις την περιοχήν των Σερρών κατά το 1907 (Εκθέσεις του προξένου
Σαχτούρη)", σε Σερραϊκά Χρονικά, τομ. Γ', Αθήνα, 1959, σ. 48.
[14] Richard Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000, Δεύτερη
έκδοση, εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003, σ. 96.
[15] Ένα τέχνασμα της
εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους ήταν να ταυτίζει τους ορθόδοξους
πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τους Έλληνες μέσα από τους όρους
"Ελληνορθόδοξος" (ή Greek-Orthodox, που παραπέμπει στην υπαγωγή στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, χωρίς καμία εθνική σημασία), "Γραικός" ή
"Ρωμαίος" (όροι που χαρακτήριζαν τους πιστούς στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο) κ.ά..
[16] Το παρακάτω απόσπασμα του μοναχού Παΐσιου
Χιλενδαρινού αποτυπώνει λεπτομερώς το μεσαιωνικό προσανατολισμό της βουλγαρικής
εθνογέννεσης.
"Υπάρχουν όμως κι άλλοι άνθρωποι που
ξεχνάνε τη βουλγαρική τους γενιά, και στρέφονται σε ξένες κουλτούρες και ξένες
γλώσσες και δε φροντίζουνε τη βουλγαρική τους γλώσσα. Μαθαίνουνε λοιπόν να
διαβάζουν και να γράφουν στα ελληνικά και ντρέπονται να πουν πως είναι
Βούλγαροι. Αχ, άνθρωπε παράξενε και ανόητε! Γιατί ντρέπεσαι να πεις ότι είσαι
Βούλγαρος και γιατί δε διαβάζεις και δε μιλάς τη δική σου γλώσσα; Ή μήπως
νομίζεις πως οι Βούλγαροι δεν είχανε κάποτε και αυτοί το δικό τους βασίλειο και
τη δική τους χώρα; Χρόνια πολλά βασίλεψαν και δοξάστηκαν κι έγιναν ξακουστοί σ'
όλο τον κόσμο κι έκαναν τους δυνατούς Ρωμαίους και τους σοφούς Έλληνες να τους
πληρώνουν φόρους. Και οι τσάροι και οι βασιλιάδες αυτών των λαών έδιναν τις
θυγατέρες τους για παντρειά στους δικούς μας τσάρους, για να έχουν ειρήνη με
τους Βούλγαρους τσάρους. Βούλγαροι ήταν οι πρώτοι, ανάμεσα σ' όλες τις
σλαβονικές φυλές, που ανακηρύχτηκαν τσάροι, που απέκτησαν πατριάρχη, που έγιναν
χριστιανοί, που κατάχτησαν τη μεγαλύτερη χώρα. Οι πρώτοι άγιοι των Σλαβόνων
ήταν Βούλγαροι και αυτοί ήταν οι πιο δυνατοί απ' όλους και λαυτρεύονταν απ'
όλες τις σλαβονικές φυλές. Το ίδιο και η βουλγαρική γλώσσα, όπως έγραψα σε
τούτο το βιβλίο ιστορίας, παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά που έγινε το
καθένα." Βιβλίο Εργασίας 2. Έθνη και κράτη στη Νοτιοανατολική
Ευρώπη, Επιμέλεια: Μιρέλα-Λουμινίτα Μουργκέσκου, Θεσσαλονίκη, Κέντρο για τη
Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, 2006, σ. 29
[17] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται
σε υπόμνημα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1904
προς τον Οθωμανό Υπουργό Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων και τους Πρεσβευτές των
Μεγάλων Δυνάμεων: "Η εξαρχία αύτη, λαβούσα την υπόστασιν αυτής δια
πράξεως πολιτικής, βασίζει την ύπαρξιν και την επέκτασιν των ιδίων αυτής
βουλευμάτων επί της αρχής του φυλετισμού, συνισταμένης εις το δόγμα τούτο, ότι:
όπου λαλείται υπό οσηςδήποτε μερίδος των κατοίκων βουλγαρικόν τι ιδίωμα, εκεί
εν τω οργανισμώ της εκκλησιαστικής επισκοπικής διοικήσεως δέον ίνα υποχωρήση, η
απ' αιώνων κρατούσα εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
αντικαθισταμένη υπό της δικαιοδοσίας της βουλγαρικής Εξαρχίας." Επίσημα
έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, Εν Κωνσταντινουπόλει, Οικουμενικό
Πατριαρχείο, 1906, σ. 15-16. Βλ. επίσης την συνέντευξη του πρέσβη της
Βουλγαρίας στη Γαλλία, Ιβάν Γκέσωφ στις αρχές του 1898 στην οποία η μητρική
γλώσσα υιοθετείται ως κριτήριο διαχωρισμού των εθνοτήτων στη Μακεδονία: Σφέτας
Σπυρίδων, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908, εκδ. Επίκεντρο,
Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 261-263.
[18] “Σε επιστολή του
(1844) προς τον ελληνιστή Ράϊνο Πόποβιτς, ο οποίος επέμενε στην ανάγκη της
κυριαρχίας ακόμα της ελληνικής γλώσσας στη Βουλγαρία - "και η σλαβική
πρέπει να προτιμάται ως μια μητέρα, αλλά η ελληνική πρέπει να είναι η αφετηρία,
να γίνεται σεβαστή ως μια τροφός, να τρέφει και να ποτίζει τις τωρινές και
μελλοντικές γενιές, ώστε να μεγαλώσουν με το γλυκό της γάλα" - ο Απρίλωφ
επισήμανε ότι η ελληνική γλώσσα αποτελεί πνευματικό ζυγό για τους Βούλγαρους
και όσοι Βούλγαροι αποκτούν πλούτο και ελληνική παιδεία μετατρέπονται σε
προδότες του γένους τους. Για την εκρίζωση της γραικομανίας, οι Βούλγαροι
πρέπει να στραφούν προς τους Ρώσους." Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή στη
Βαλκανική Ιστορία, Τόμος Α', Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι το
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 246.
[19] Ο Κοζαρίδης
προσεγγίζοντας το φαινόμενο της γραικομανίας, σημειώνει ότι: "Ο Έλληνας
(Γραικός) είχε αποκτήσει εκτός από θρησκευτική και ταξική σημασία, ταυτισθείς
με τον έμπορο, τον τραπεζίτη, τον εκπρόσωπο του οθωμανικού κράτους. Τους
εμπόρους κυρίως βοήθησε ο εξελληνισμός των ανώτερων στρωμάτων των μη
ελληνόφωνων χριστιανικών βαλκανικών λαών, οπότε δημιουργήθηκε μια ενιαία
εμπορική τάξη." Κοζαρίδης Χρ. Στ., Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες,
Ταυτότητες - Ιστορικές Πηγές - Η πορεία μας μέσα στο χρόνο, εκδ.
Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή, 2009, σ. 170.
[20] Μαζάουερ Μαρκ, Τα
Βαλκάνια, για την ελληνική έκδοση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2002, σ. 148.
[21] Μαζάουερ Μαρκ, Τα
Βαλκάνια, για την ελληνική έκδοση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2002, σ. 119. Στα
ίδια πλαίσια προώθησης της ελληνικής παιδείας κινούνταν και ο Βασίλε Λούπου,
ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας και αρβανίτης στη καταγωγή, βλ. Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή
στη Βαλκανική Ιστορία, Τόμος Α', Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων
μέχρι το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη,
2009, σ. 72, καθώς και Iorga N., Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1989, σ. 172-192.
[22] Danford Loring M., Η
Μακεδονική Διαμάχη, Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο, Μετάφραση Σπύρος
Μαρκέτος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1999, σ. 69-70.
[23] ό.π., σ. 70-71.
[24] "Όσο καιρό οι
ανώτερες τάξεις ελλήνιζαν και οι κατώτερες τάξεις παρέμεναν στην αφάνεια όποια
γλώσσα και αν μιλούσαν, αποφεύχθηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ των φυλών."
Κοζαρίδης Χρ. Στ., Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες, Ταυτότητες - Ιστορικές Πηγές - Η
πορεία μας μέσα στο χρόνο, εκδ. Παρατηρητής
της Θράκης, Κομοτηνή, 2009, σ. 170.
[25] Brancoff D. M., La Macedoine et la population
Chretienne, Paris, 1905, σ. 63.
[26] НА БАН, ф. 175, оп. 1, а. е. 33, л. 1-302. "Οι Ρουμάνοι
ξεκίνησαν να εργάζονται στη Μακεδονία μετά τους Σέρβους. Η κύρια ώθηση ανάμεσα
στους τοπικούς φορείς, απ' όσα μπορώ να θυμηθώ, δόθηκε από τον Απόστολο
Μαργαρίτη, ο οποίος έχοντας έρθει σε αντίθεση με το Πατριαρχείο, ρίχτηκε στην
αγκαλιά της Ρουμανίας και έγινε ένθερμος πράκτοράς της. Το πρώτο του μέλημα
ήταν η ίδρυση ρουμανικών σχολείων εδώ κι εκεί στη Μπίτολα, η διάδοση της
ρουμανικής γλώσσας και η παρότρυνση των Κουτσόβλαχων να εκκλησιάζονται σε
βουλγαρικές εκκλησίες, εξαιτίας της ως τότε έλλειψης αντίστοιχων ρουμανικών.
Σταδιακά μερικά χωριά με πιο συμπαγή κουτσοβλαχικό πληθυσμό, ξεκίνησαν να
εγκαταλείπουν το Πατριαρχείο.” Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον
Απόστολο Μαργαρίτη βλ. Τρίτος Μιχαήλ Γ., Το τάγμα των Λαζαριστών και η
Ρουμανική Προπαγάνδα, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 14, σημ. 17.
[27] Για λίγα λόγια για τη
σερβική προπαγάνδα στη Μακεδονία βλ. Μιχαηλίδης Ιάκωβος
Δ., Μετακινήσεις Σλαβόφωνων πληθυσμών 1912-1930. Ο πόλεμος των στατιστικών,
Αθήνα, 2003, σ. 290-291, όπου παρατίθεται ένα απόσπασμα από το βιβλίο του
Βίκτωρ Μπεράρ, Ο Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908,
Τόμος Α', Αθήνα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 57-58, Σφέτας Σπυρίδων, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908,
εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2008,
σ. 248-281, Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, Τόμος
Α', Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο
(1354-1918), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2009, 388-397.
[28] Ενδιαφέρον παρουσιάζουν
στην Ελληνική Επανάσταση οι περιπτώσεις σύγκρουσης Αρβανιτών με Τουρκαλβανούς,
στην ουσία της ίδιας εθνότητας, η οποία είχε μοιραστεί στα στρατόπεδα των
ορθόδοξων Ελλήνων από τη μία και των μουσουλμάνων Οθωμανών από την άλλη.
[29] "Ήταν Μάρτιος
του 1908. Ήμουν στη Λίμνη όταν πληροφορήθηκα ότι ένα σώμα ρουμανιζόντων
βρισκόταν πάνω από τη Βέροια και γυρνούσε ανενόχλητο. Πραγματικά υπήρχε ένα
σώμα που απετελείτο μόνο από ρουμανίζοντες και που τους κουμαντάριζε κάποιος
Χατζηγώγος. Τους υποστήριζε, τους έδιδε χρήματα και συχνά έλεγε δυνατά
περπατώντας στους δρόμους: "Μα είμαστε Ρουμάνοι, είμαστε Ρουμάνοι σας λέω,
δεν βλέπετε τη γλώσσα μας". Το σώμα λοιπόν αυτό γυρνούσε και νεμόταν την
περιοχή της Βέροιας." Ο
Μακεδονικός Αγώνας, Απομνημονεύματα. Π. Αργυρόπουλος, Α. Ζάννας, Κ.
Μαζαράκης-Αινιάν, Α. Σουλιώτης-Νικολαΐδης, Ναούμ Σπανός, Β. Σταυρόπουλος,
Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1984, σ. 437.
[30]“Στο Άρμενσκο [σημ.
Άλωνα] είχαν αναπτυχθεί δύο κόμματα: οι μεν πατριαρχικοί, οι δε άλλοι -η μεγάλη
πλειοψηφία- εξαρχικοί. Οι σχέσεις τους ήταν έτσι τεταμένες εξαιτίας της
υποδαύλισης της ελληνικής προπαγάνδας, δεν ήθελαν να βλέπονται μεταξύ τους, συνεχώς
αλληλοδιαβάλλονταν. Αναγκαστήκαμε με τον Κλιάσεφ να καλέσουμε όλο το χωριό σε
γενική συνέλευση και να επιλύσουμε αυτή τη φιλονικία, να ιδωθεί καθαρά αν έχουν
δίκιο αυτοί που ισχυρίζονταν πως είναι Έλληνες. Μιλήσαμε και τους εξηγήσαμε
φαρδιά-πλατιά, ακόμη και ζωντανό τους δώσαμε παράδειγμα, παίρνοντας δέκα από
τις πιο συνηθισμένες λέξεις που χρησιμοποιούνταν στο χωριό. Τις υπέδειξαν οι
ίδιοι οι χωρικοί: πέτρα, αρνί, δέντρο, κρασί, νερό, χορτάρι, σανό, δάσος, άλογο
και βόδι. Ήξερα ότι κάποιοι απ' αυτό το χωριό είχαν δουλέψει εποχιακοί
μετανάστες στην Ελλάδα. Τους ζήτησα να πούνε πώς λέγονται οι παραπάνω λέξεις
στην Ελλάδα, στην εκεί γλώσσα. Τότε όλοι κραύγασαν: Ο διάβολος μπήκε ανάμεσά
μας. Αδέρφια είμαστε από δω και μπρος, ας δώσουμε τα χέρια και ας δουλέψουμε
σύμφωνα με τον όρκο που έχουμε δώσει, μέχρι τη λευτεριά μας. Όλο το χωριό
ενώθηκε και η υπόθεση άρχισε να πηγαίνει πιο δυνατά.” Κωστόπουλος Τάσος, Η
απαγορευμένη γλώσσα, Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική
Μακεδονία, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2008, σ. 48-49. Βλ. επίσης, Ο
Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Α', Αθήνα, Δημοσιογραφικός
Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ .56.
[31] Όσον αφορά στις αλλαγές
της γλώσσας ενός σλαβόφωνου χωριού προς την σερβική ο Κωστόπουλος παραθέτει ένα
σχετικό απόσπασμα: “Ένα ασκημένο αφτί μπορεί τώρα να επισημάνει φωνητική
διαφορά ανάμεσα σε χωριά που απέχουν μεταξύ τους λίγα μόνο μίλια, ενώ ακόμη και
ένας ξένος παρατηρεί ότι, ενώ οι βουλγαρόφιλοι αγρότες απαντούν σε μια ερώτηση
με το καταφατικό “ντα”, οι σερβόφιλοι λένε “γις”.” Κωστόπουλος Τάσος, ό.π.,
σ. 34.
[32] “Ο πρόξενος της Αδριανούπολης, σε μία
από τις επισκέψεις του στο βουλγαρόφωνο χωριό Οσμανλί, είχε έντονη συζήτηση με
τους κατοίκους του. Χαρακτηριστικός για την εποχή είναι ο διάλογος, τον οποίο
καταγράφουμε ως έχει:
“- Πώς είναι δυνατόν να ονομαζόμαστε
Έλληνες, αφού δεν γνωρίζουμε την ελληνική γλώσσα;” τον ρώτησε ένας από τους
κατοίκους.”
Ο πρόξενος του απάντησε διπλωματικά: “Όσοι
είναι πιστοί στη Μεγάλη Εκκλησία και στο Πατριαρχείο, είναι Έλληνες στη
καταγωγή και εντάσσονται αυτόματα στο ελληνικό έθνος”.
Η απάντηση μπορεί να θεωρηθεί
απλουστευτική, αλλά αντικατοπτρίζει το κλίμα της εποχής. Η ελληνική πλευρά
ήθελε για τον εαυτό της, στην επερχόμενη διάλυση του οθωμανικού κράτους, το
σύνολο των δηλωμένων χριστιανών πατριαρχικών, ανεξαρτήτου γλώσσας και
καταγωγής. Σύμφωνα με τον πρόξενο: “με συστηματική δουλειά μέσα στα σχολεία και
κατάλληλους δασκάλους, θα μπορούσε να μειωθεί η βουλγαρική επιρροή, μετά από 15
με 20 χρόνια, όπως συνέβη με τους αλβανόφωνους κατοίκους της ανατολικής
Θράκης.” Έμμεσα παραδέχεται την ύπαρξη βουλγαρικών πληθυσμών και την ανάγκη να
ενταχθούν στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης. Η ένταξή τους καθορίζεται κάθε φορά
από τη στάση τους απέναντι στο Πατριαρχείο και τη βουλγαρική Εκκλησία. Οι
περισσότεροι δηλώνονταν πατριαρχικοί ορθόδοξοι, διότι έτσι είχαν μάθει από τους
γονείς και τους παππούδες τους. Αυτόματα η δήλωση αυτή τους εντάσσει στους
ελληνικής συνείδησης πολίτες και, μέσω της εκπαίδευσης, προχωρούσε πιο γρήγορα
η απόκτηση ελληνικής συνείδησης.” Κοζαρίδης Χρ. Στ., Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες, Ταυτότητες - Ιστορικές
Πηγές - Η πορεία μας μέσα στο χρόνο, εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή,
2009, σ. 272. Σχετικά με την ένταξη των μη έλληνόφωνων στο καζά Ντεμίρ Χισάρ,
και συγκεκριμένα των βλαχόφωνων νηπίων των Άνω Ποροΐων βλ. Ζιώγας Παναγιώτης
Χρ., Γεώργιος Μ. Παπαηλιάκης και Άνω Πορρόϊα Σερρών, Θεσσαλονίκη, 2015,
σ. 162-180.
[33] Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία
οδυνηρής καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει,
Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1906, σ. 100.
[34] Ένας λόγος που οι
μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ανέπτυξαν διάφορες εθνικές
συνειδήσεις με βάση τη γλώσσα τους, έγκειται στο γεγονός ότι στη περίπτωση των
χριστιανών, τα αντίστοιχα ενδιαφερόμενα βαλκανικά κράτη προώθησαν αυτές τις
ιδέες. Οπότε, καθώς δεν υπήρχαν αντίστοιχα κράτη που να τους διεκδικούν και
κατ' επέκταση να τους προωθούν μια άλλη εθνική προπαγάνδα, οι μουσουλμάνοι
κράτησαν για καιρό ενιαία την ταυτότητά τους.
[35] Για τις αρμοδιότητες του
Οικουμενικού Πατριάρχη επί των ορθόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας βλ. Brailsford H. N., ό.π., σ. 64-65.
[36] Ο
Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Α', Αθήνα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 125.
[37] Πέννας Πέτρος, Τα
Άνω Πορόια Σερρών. Το διαμάντι του Μπέλλες, Ιστορία και Λαογραφία, Ιστορική
και Λαογραφική Εταιρεία Σερρών - Μελενίκου, Αθήνα, 1989, σ. 74- 75. Βλ. επίσης
το εξής απόσπασμα: "Ο μακεδονικός
ελληνισμός ωφελήθηκε πολύ από τους μητροπολίτες και τους υπόλοιπους ιεράρχες
που προωθήθηκαν στη Μακεδονία. Η ιστορία της δράσης τους παρέμεινε σχεδόν
άγνωστη εξαιτίας των ειδικών συνθηκών μυστικότητας που κάλυπταν τα γεγονότα και
της ειδικής θέσης των ιεραρχών που όφειλαν να παρουσιάζονται στις Τουρκικές
Αρχές ως περιορισμένοι στα θρησκευτικά και μόνο καθήκοντά τους. Οι εθνικοί όμως
αγώνες αρκετών ιεραρχών διέσπασαν το πέπλο της σκόπιμης μυστικότητας, κι η
ιστορία τους, θαυμαστή και μεγαλειώδης, έφτασε μέχρι σε εμάς. Πολύ πριν την
ουσιαστική επέμβαση του ελληνικού κράτους στον αγώνα, οι ιεράρχες του υπόδουλου
ελληνισμού ανέπτυξαν υπέροχη εθνική δράση κι αντιμετώπισαν με επιτυχία τη
λαίλαπα της σλαβικής επιβουλής." Ο
Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Α', Αθήνα,
Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 113.
[38] Βλ. Παπακυριάκου Κυριάκος, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο νομό
Σερρών, Σέρρες, 2012, σ. 112-117 "Η προσφορά της τοπικής εκκλησίας στο
Μακεδονικό αγώνα" και σ. 140-142 "Ο καπετάν Παπαπασχάλης". (Ο Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Α', Αθήνα,
Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 114-115: "[...] ο Μητροπολίτης Πελαγονίας (Μοναστηρίου)
Ιωακείμ Γ', ο οποίος ως Μητροπολίτης Μελενίκου (1901-1903) και Πελαγονίας στη
συνέχεια (1903-1909), δεν δίστασε να οργανώσει ένοπλα αντίποινα κατά των
κομιτατζήδων, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι δολοφονίες στην ύπαιθρο και τις
πόλεις, και έλεγε στο δοκιμαζόμενο από τα κομιτάτα ποίμνιό του: Ηκούσατε ότι
ερρέθη, οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδούς αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν
οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος."
[39] Γκισδαβίδης Αποστόλος Κ., Σελίδες του Μακεδονικού ελληνισμού. Το Μελένικον ως φωτοδότρα πηγή
πολιτισμού, Μελέτη λαογραφική και ιστορική, Τόμοι Β' & Γ', Θεσσαλονίκη,
1959, σ. 44.
[40] "Οι
Μητροπολίται δυστυχώς επωμίζοντο όλα τα βάρη των Ελλήνων κατοίκων. Πολλάκις
παρημέλουν τα εκκλησιαστικά των καθήκοντα, και ανελάμβανον καθήκοντα φρουρού,
πολιτικού, συμφιλιωτού κ.ο.κ. Καθ' εκάστην εκινδύνευεν η ζωή των. Και υβρίζοντο
και ελοιδορούντο, και εις ενέδρας ενέπιπτον και ετραυματίζοντο, και πολλοί εξ
αυτών εδολοφονούντο αγρίως. Άλλοι εξωρίζοντο, ως ο Μητροπολίτης Δράμας
Χρυσόστομος, ο μετέπειτα Σμύρνης (1922), ο οποίος τρις εξωρίσθη, ο Καραβαγγέλης
της Καστορίας, ο Αιμιλιανός του Μελενίκου κινδυνεύσας πολλάκις να δολοφονηθή."
Γκισδαβίδης Απόστολος Κ., ό.π., σ. 42.
[41] Χρησιμοποιώ παρακάτω τα
ονόματα που δίνονται από τον Κάντσοφ στο βιβλίο του.
[42] Σε αυτό το σημείο ταιριάζει ένα απόσπασμα από το έργο
του Abbott G. F., The tale of a tour in Macedonia, London, 1903, σ.
109-110, ο οποίος περιγράφει δύο σλαβόφωνα
χωριά στο δρόμο από το Ντεμίρ Χισάρ στο Μελένικο: Πίσω από αυτούς τους βράχους, χωρίς να φαίνονται από το μονοπάτι, βρίσκονται
δύο σλαβονικά χωριά (ενν. σλαβόφωνα),
η Ράντοβα και η Πούλιοβα, και ολόκληρη η περιοχή και από τις δύο μεριές του
ποταμού (ενν. του Στρυμόνα) κατοικείται
από μια αγροτιά που μιλάει σλαβονικά, φτωχή, αλλά εργατική με σκυθρωπά πρόσωπα,
αντικατοπτρίζοντας στην αυστηρή ακαμψία τους τη σκιά της μακρόχρονης σκλαβιάς,
χαρακτηριστικά που εύκολα διαφέρουν από τα σβέλτα χαρακτηριστικά του Έλληνα
φίλου μου, φιλοσόφου και ημιονηλάτη, και από αυτά των συμπατριωτών του από το
Ντεμίρ Χισάρ και το Μελένικο. Κατά γενικό κανόνα, σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής
Μακεδονίας (στα πλαίσια της ευρύτερης Μακεδονίας), η σλαβική γλώσσα κυριαρχεί στις ανοιχτές πεδιάδες, ενώ τα ελληνικά
στις πόλεις. Αλλά η γλώσσα δεν είναι ένας αλάνθαστος οδηγός για τον εξερευνητή
των εθνικοτήτων, καθώς υπάρχουν πολυάριθμοι βουλγαρόφωνοι χωρικοί, οι οποίοι
θεωρούν ότι έχουν ελληνική καταγωγή, εξηγώντας ότι η ομιλία τους οφείλεται στην
επαφή με τους Βούλγαρους γείτονές τους. «Δεν θα μάθαιναν τη γλώσσα μας, οπότε
εμείς έπρεπε να μάθουμε τη δική τους».
[43] Βλ. Τσούρκας, &
Κυριακίδης, "Τραγούδια Βαλλαχάδων", στο περιοδικό Μακεδονικά,
τομ. 2, 1941-1952, σ. 461-471. Στο έργο αυτό οι Βαλαάδες παρουσιάζονται ως
εξής: "Σχέσεις είχον μόνον με τους Έλληνας χριστιανούς, μισούσαν τους
Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς, ωρκίζοντο εις το όνομα τής Παναγίας, εδιδον
λάδι εις τα παρακκλήσια, ήναπτον κηριά εις τα εικονίσματα, διασκέδαζαν με
τραγούδια ελληνικά καί δεν τους ξεχώριζε τίποτε άπό τους χριστιανούς μόνον που
ωνομάζοντο Τούρκοι. Ούτε γράμματα τουρκικά εγνώριζον ούτε προσευχάς."
σ. 461.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου