Όπως αναλύεται παραπάνω μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι
Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, δεν ενστερνίζονταν κάποια εθνική
ταυτότητα. Αντιθέτως, είχαν βυθιστεί σε μία ιστορική λήθη και ελλείψει ενός
εκπαιδευτικού μηχανισμού που θα τους εφοδίαζε με μία εθνική ταυτότητα,
ερμήνευαν τον κόσμο με τα λιγοστά πράγματα που ήξεραν, διαστρεβλωμένα και
βασισμένα σε κάποιους εθνικούς μύθους που έσωσε ή επινόησε η παράδοση του εκάστοτε
πληθυσμού. Αλλά ας ξεκινήσουμε με ένα παράδειγμα από τους Ορθόδοξους.
“Έκανα
ερωτήσεις σε κάτι αγόρια ενός απομακρυσμένου ορεινού χωριού κοντά στην Οχρίδα,
το οποίο δεν είχε ούτε δάσκαλο ούτε μόνιμο παπά, και ούτε ένας κάτοικος δεν
ήξερε να διαβάζει, ώστε να δω πόσες παραδοσιακές γνώσεις κατείχαν” έγραφε ο Χ.
Ν. Μπρέιλσφορντ το 1905. “Τα πήγα στα ερείπια του κάστρου του τσάρου των
Βουλγάρων, που δεσπόζουν στη λίμνη και στον κάμπο από την κορφή ενός απότομου
και παράξενα στρογγυλεμένου λόφου. “Ποιός το έχτισε αυτό;” Τα ρώτησα. Μου
απάντησαν με σημασία “Οι Ελεύθεροι”. “Και ποιοί ήταν αυτοί;” “Οι παππούδες
μας”. “Εντάξει, αλλά ήταν Σέρβοι Ή Βούλγαροι, ή Έλληνες ή Τούρκοι;” Δεν ήταν
Τούρκοι, ήταν χριστιανοί”. Κι αυτό ήταν λίγο πολύ το μέτρο των γνώσεών τους.”[1]
Ο Μπρέιλσφορντ αποτυπώνει την
κατάσταση των χριστιανών Οθωμανών υπηκόων, όπως αυτή ήταν πριν τον
πολλαπλασιασμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στα Οθωμανικά εδάφη και την επέκταση
των εθνικών ιδέων σε αυτούς γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Γι’ αυτό
το λόγο επιλέγει να εξετάσει ένα απομονωμένο χωριό: με σκοπό να δει πως
αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους μέσα στην θύελλα των εθνικών ανταγονισμών χωρίς
την ανάμειξη της εκάστοτε εθνικής προπαγάνδας. Σίγουρα διέκριναν κάποιες
διαφορές ανάμεσα στους λαούς που κατοικούσαν στην βαλκανική χερσόνησο, αλλά
ακολουθούσαν παραδοσιακά τις ταυτότητες που προωθούσε το Οθωμανικό κράτος, όπως
αυτές αποτυπώνονταν μέσα από τους νόμους και τη κοινοτική οργάνωση σε πρώτο
στάδιο και έπειτα από την εκπαίδευση εκείνης της εποχής: Υπήρχαν κυρίως οι
ταυτότητες του ορθόδοξου χριστιανού και του μουσουλμάνου, οι οποίες υπερίσχυαν
των τοπικών ή τυχόν κοινωνικών ταυτοτήτων. Μέχρι τα μέσα του 19ου
αιώνα ένας Οθωμανός υπήκοος που ήταν χριστιανός, όποια γλώσσα και αν είχε ως
μητρική, λεγόταν Γραικός, Ρωμιός ή απλά Χριστιανός και ήταν πιστός στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς αυτό να νοείται ως ένδειξη κάποιου είδους
εθνικής ταυτότητας. Το ίδιο ίσχυε για τους μουσουλμάνους. Οι χριστιανοί υπήκοοι
του Οθωμανικού κράτους και συγκεκριμένα αυτοί στη περιοχή της Μακεδονίας ήρθαν
σε επαφή με τις εθνικές ιδέες μέσα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των εθνικών
κρατών (Ελλάδας, Σερβίας, Ρουμανίας) ή εθνικών μορφωμάτων στη περίπτωση της
υποτελούς στη Πύλη Βουλγαρικής Ηγεμονίας, τα οποία μέσα από την προώθηση των
ιδεών του εθνικισμού, διατάραξαν τις ισορροπίες στην οθωμανική κοινωνία,
γκρεμίζοντας την άλλοτε ενιαία Βαλκανική Ορθόδοξη ταυτότητα. Είναι επόμενο ότι
υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις που οι χωρικοί δεν είχαν μια ξεκάθαρη ιδέα για την
έννοια των εθνικών ταυτοτήτων. Το παρακάτω περιστατικό σημειώθηκε σε ένα
χριστιανικό χωριό κοντά στην Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ου αιώνα:“Κατά την
ημετέραν άφιξιν εις Θεσσαλονίκην” έγραφε μια Ελληνίδα αγωνίστρια “η ιδέα των
Ελλήνων χωρικών και του λαού περί της υφισταμένης διαφοράς μεταξύ της Ελληνικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Βουλγαρικής σχισματικής τοιαύτης, ήτο λίαν χαλαρά.
Αντελήφθην δε τούτο, διότι οσάκις τους ηρώτων, τι ήσαν, Ρωμηοί ή Βούλγαροι, με
ητένιζον μετ' απορίας οιονεί αλληλοερωτώμενοι, τι σημαίνει η φράσις μου αύτη,
σταυροκοπούμενοι δε, απήντων, αφελέστατα: Να! Χριστιανοί είμεθα, τι Ρωμηοί, τι
Βούλγαροι!.”[2] Σε αυτό
το σημείο προκύπτει το ερώτημα: «Εάν δεν είχαν μια ξεκάθαρη εικόνα οι χωρικοί,
τότε ποιός καθόριζε την συμπεριφορά τους σχετικά με την επιλογή του εθνικού
τους στρατοπέδου;» Αυτό το ερώτημα πρόκειται να απαντηθεί παρακάτω.
Το σίγουρο
είναι ότι οι χωρικοί ακολουθούσαν την παράδοση σε πολλές φάσεις της καθημερινής
τους ζωής. Μία απ’ αυτές ήταν η παραδοσιακή υπαγωγή στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Την παραδοσιακή υπαγωγή των ορθόδοξων χριστιανών Οθωμανών υπηκόων
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκμεταλλεύτηκε πρώτη η ελληνική πλευρά. Έτσι,
ελπίζοντας στην προσκόλλησή τους σε αυτό, πολλαπλασίασε τα ελληνικά σχολεία
στοχεύοντας στον εξελληνισμό τους[3]. Οι άλλες δυνάμεις (Βουλγαρία,
Σερβία, Ρουμανία) από την άλλη, πλησίαζαν τους γλωσσικά συγγενείς τους
χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ένιωθαν να απειλούνται με την
κίνηση της Ελλάδας. Ωστόσο, πώς έβλεπαν όλη αυτή τη κίνηση οι χωρικοί της
Μακεδονίας;
Ένα
κεφάλαιο που θα εστίαζε στη θέση των χωρικών απέναντι στους εθνικούς
ανταγωνισμούς είναι αναγκαίο, καθώς ο καζάς Ντεμίρ Χισάρ αποτελείτο κυρίως από
αγροτο-κτηνοτροφικό πληθυσμό, με τους
κατοίκους της πρωτεύουσας, της πόλης του Ντεμίρ Χισάρ, να μην ξεπέρασαν ποτέ
τους 5.500. Έτσι, όσα γεγονότα έλαβαν χώρα στα πλαίσια των εθνικών
ανταγωνισμών, δίνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα για τον τρόπο που διεξήχθη ο
αγώνας για τη Μακεδονία στα χωριά. Σίγουρα δεν επρόκειτο για έναν δημοκρατικό
διάλογο μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών, κατά τον οποίο η κάθε μερίδα
παρέθετε τις θέσεις της, και έπειθε τον πληθυσμό να την ακολουθήσει. Ωστόσο,
κάπως έτσι παρουσιάζονταν επίσημα στην Οθωμανική εξουσία. Αν λάβουμε όμως
υπόψιν τα παραπάνω παραδείγματα, γίνεται κατανοητό ότι πρωτίστως το μορφωτικό
επίπεδο των χωρικών δεν ήταν τόσο υψηλό, ώστε ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλήνων,
Βουλγάρων, Σέρβων και Ρουμάνων να διεξάγεται μόνο σε εκπαιδευτικό και
εκκλησιαστικό επίπεδο. Πέρα απ' αυτό, πολλοί παράγοντες έπαιζαν ρόλο ώστε ο εν
λόγω ανταγωνισμός να καταλήξει να γίνει ο σχηματισμός κρατών εν τω Οθωμανικώ
κράτει, η δύναμη των οποίων εκφραζόταν με τις διάφορες ένοπλες ομάδες, που
δρούσαν ανεξέλεγκτες.
Για να
καταλάβουμε, λοιπόν, τον τρόπο που, έμμεσα ή άμεσα, οι χωρικοί συμμετείχαν
στους εθνικούς ανταγωνισμούς, πρέπει να κοιτάξουμε προς τις ανάγκες και τις
επιθυμίες τους (οικονομικές, εκπαιδευτικές, εκκλησιαστικές, την ανάγκη να
ασκούν ανεμπόδιστοι τα επαγγέλματά τους κ.ά.), οι οποίες τους οδήγησαν να
εμπλακούν σε αυτούς, και πάνω στις οποίες βασίστηκε η κάθε μερίδα προκειμένου
να πλησιάσει τους χωρικούς. Ελάχιστα ενδιαφέρονταν οι χωρικοί εάν η παράταξη
που θα ακολουθήσουν σέβεται τη μητρική τους γλώσσα, ή γενικότερα τη πολιτισμική
τους κληρονομιά, τη στιγμή που οι ίδιοι βρίσκονταν σε κατάσταση ανέχειας.
4.1. - Ο οικονομικός
παράγοντας
Σε άρθρο του στο ετήσιο περιοδικό Μακεδονικό Ημερολόγιο
του έτους 1910, ο Γεώργιος Στιβαρός, διευθυντής του ελληνικού σχολείου της
(Μπαρακλή ή Κάτω) Τζουμαγιάς[4]
και έπειτα των ελληνικών σχολείων του Ντεμίρ Χισάρ[5], δίνει
κάποιες πληροφορίες για αυτή τη κωμόπολη κατά τα τελευταία χρόνια και κυρίως
δεν παραλείπει να γράψει για τις 3 κοινότητες μέσα σ' αυτή: Την Οθωμανική, την
Ελληνική και τη Βουλγαρική. Λίγο παρακάτω, περιγράφοντας τα γύρω πατριαρχικά
χωριά σημειώνει:
“(Το
Ντεμίρ Χισάρ) ως κάστρον δε πολιτικόν τε και εκκλησιαστικόν των περί αυτό
Ελληνικών βουλγαρόφωνων χωρίων Κρουσόβου, Ρατόβου, Βεθέρνης, Λατρόβου,
Καμαρότι, Σαβιάκου, Κιπρή, Κουμλή, Βαρακλή και Σπατόβου[6]
μεγίστην εξασκεί επ' αυτών δύναμιν, διότι εξ αυτού εξαρτάται η τύχη αυτών.”[7]
Τα
παραπάνω χωριά βρίσκονται σε μικρή απόσταση γύρω από την πόλη του Ντεμίρ Χισάρ.
Μέσα σ' αυτό, όσον αφορά τους χριστιανούς, η ελληνική κοινότητα ήταν αυτή που
κρατούσε στα χέρια της το εμπόριο και έλεγχε τις εκκλησιαστικές θέσεις κλειδιά.
Συνεπώς, προκειμένου οι χωρικοί της γύρω περιοχής να πουλήσουν τα προϊόντα
τους, έπρεπε να έχουν καλές σχέσεις με την ελληνική κοινότητα της πόλης. Στην
ουσία, εξαρτώνται από αυτήν, όπως σημειώνει παραπάνω ο Στιβαρός. Γενικά η πίεση
του οικονομικού αποκλεισμού των εμπόρων της αντίπαλης μερίδας ήταν ιδιαίτερα
διαδεδομένη πρακτική[8], και
διεξήγετο αθόρυβα, χωρίς να τραβήξει την προσοχή των Οθωμανών αξιωματούχων. Σε
περίπτωση που οι εκάστοτε στοχευμένοι δεν άλλαζαν, τότε πέρα από τον οικονομικό
αποκλεισμό, εφαρμόζονταν πιο σκληρές μέθοδοι, όπως καταστροφή της σοδειάς, του
κοπαδιού ή του καταστήματος κάποιου ή ακόμα και ξυλοδαρμός[9], έπειτα
πυρπόληση της οικίας του[10], και
τέλος δολοφονία του ίδιου[11].
Μία
ακόμη περίπτωση οικονομικού αποκλεισμού στη περιοχή του Ντεμίρ Χισάρ και του
Μελενίκου, όπου δρούσε ο κομιτατζής Γιάνε Σαντάνσκι, μας παραθέτει ο
Γκισδαβίδης: “Αφ' ότου οι Βούλγαροι
επέβαλαν τον οικονομικόν αποκλεισμόν η ζωή όλων, καταντά ήδη ανυπόφορος. Οι
ανθρακοποιοί εσταμάτησαν από φόβο και δεν επήγαιναν να εργασθώσι. Οι ξυλοκόποι
δεν ετολμούσαν να πλησιάσουν εις το δάσος να κόψουν ξύλα δια να τα κατεβάζουν
εις την αγοράν και να τα πωλήσουν. Ο Σαντάσκη απηγόρευε τους Βούλγαρους να
συναλλάσωνται με τους Γραικούς. [...]
Οι ίδιοι εργάται είτε Αθίγγανοι, είτε Βούλγαροι, είτε Βλάχοι είναι,
στεναχωρούνται με τον αποκλεισμόν που επέβαλεν εκεί το Βουλγαρικόν κομιτάτον,
διότι έχαναν τη δουλειά τους, το ψωμί τους. Αι ομάδες αυτών ωπλισμέναι
περιτρέχουν τα χωριά και εφαρμόζουν τα αντίποινα. Αι Βουλγαρίδες οργιάζουν και
αυταί μαζί με τους άνδρας.”[12]
Έτσι,
δεν ήταν λίγοι οι χωρικοί που άλλαζαν στρατόπεδο λόγω των οικονομικών
πιέσεων. Σε τέτοιου είδους πιέσεις, οι
πατριαρχικοί συνήθως προστάτευαν τους εαυτούς τους κάνοντας καταγγελίες στην τοπική
χωροφυλακή για την απομάκρυνση των βουλγαρικών συμμοριών, καθώς δεν υπήρχαν
ελληνικά ένοπλα σώματα στη περιοχή του Ντεμίρ Χισάρ μέχρι το 1906[13]. Μετά
το 1906 στερεώθηκε και επεκτάθηκε το ελληνικό δίκτυο στο σαντζάκι των Σερρών,
οπότε και εμφανίστηκαν τόσο ολιγάριθμα ένοπλα σώματα, όσο και πολιτοφύλακες σε
πατριαρχικά χωριά. Ωστόσο, ακόμη και η εμφάνισή τους δεν ανέκοψε την πληθώρα
των αντίστοιχων βουλγαρικών.
Πέρα
από τον οικονομικό αποκλεισμό στο εμπόριο, έστω και αν ήταν μικρής κλίμακας, η
πίεση προς τους χωρικούς μέσω της οικονομικής οδού εκφραζόταν και με έναν ακόμη
τρόπο, πιο άμεσο από τον παραπάνω. Στον καζά του Ντεμίρ Χισάρ υπήρχαν πολλά
χωριά τα οποία ήταν τσιφλίκια[14],
και η διαχείρισή τους δίνονταν σε έναν ενοικιαστή ή αγοραστή. Είναι ευνόητο ότι
εάν ο διαχειριστής του τσιφλικιού ήταν εξαρχικός ή πατριαρχικός, τότε φρόντιζε
και το χωριό που βρισκόταν στην γη που διαχειριζόταν να γίνει μέρος της πλευράς
που υποστήριζε.
Έτσι,
για παράδειγμα, στην ενοικίαση του τσιφλικιού Τζουμά Μαχαλέ, νοτίως των Άνω
Ποροΐων, ο Μπάκας σημειώνει το εξής περιστατικό: “Μεγάλες ιδιοκτησίες
(τσιφλίκια) με ολόκληρα χωριά, ανήκουσες σε πλούσιους Σερραίους που διέμεναν
κυρίως στην Αθήνα ή στην Θεσσαλονίκη εκμισθώνονταν από Βούλγαρους με αποτέλεσμα
να παρασύρονται οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι σε αυτά και να εκβουλγαρίζονται.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του χωριού Τζουμαγιά μαχαλά της περιφέρειας
Δεμίρ Ισάρ, ιδιοκτησίας του διαμένοντος στην Αθήνα Σερραίου, Δημοσθένους
Χατζηλαζάρου. Το τσιφλίκι αυτό έκτασης 15.000 στρεμμάτων, βρισκόταν κάτω από τη
σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Σερρών στο κέντρο της μεγάλης πεδιάδας και
κοντά στο χωριό Μπούτκοβο. Στην περιοχή δεν υπήρχαν άλλα πατριαρχικά χωριά και
έτσι αυτό είχε επίκαιρη θέση, γιατί συγκέντρωνε καλλιεργητές από τα γύρω χωριά
και θα μπορούσε να ασκήσει μεγάλη επίδραση στην περιοχή. Ο Χατζηλαζάρου
εκμίσθωνε το τσιφλίκι του, μέσω πληρεξούσιου στις Σέρρες, πολλές φορές σε
Βούλγαρους, με κίνδυνο το χωριό να παρασυρθεί στο σχίσμα, όπως συνέβη το 1901
όταν το τσιφλίκι νοικιάστηκε από τους εκ Πορροΐων σχισματικούς αδελφούς
Δημτσαίους. Το ελληνικό προξενείο Σερρών ενήργησε αργότερα, το 1910, ώστε το
τσιφλίκι αυτό να μην εκμισθωθεί ξανά στους Βούλγαρους, παρεμβαίνοντας στον
ιδιοκτήτη του και προτείνοντας νέο εκμισθωτή.[15]”
Από
το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται η δύναμη του ιδιοκτήτη ή διαχειριστή ενός
τσιφλικιού επί των χωρικών που ζούσαν σε αυτό. Έτσι, από τις πληροφορίες που
παραθέτει ο Περικλής Αργυρόπουλος στα απομνημονεύματά του, γνωρίζουμε προς τα
μέσα του 1905 την πρωτοβουλία για την αγορά μιας ομάδας μικρών
χωριών-τσιφλικιών κατά μήκος του στενωπού του Ρούπελ[16]
με σκοπό να δημιουργηθεί ένας φραγμός στις βουλγαρικές συμμορίες εδραιώνοντας
την ελληνική επιρροή και εκεί[17].
Την αγορά θα έκανε ο πλούσιος Έλληνας Χατζηλαζάρου, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης
διάφορων άλλων τσιφλικιών στη περιοχή, όπως το Λάτροβο και το Τζουμά-Μαχαλέ.
Ωστόσο, πιθανότατα αυτή η κίνηση να μην προχώρησε, καθώς τα συγκεκριμένα χωριά
παρέμειναν στη δικαιοδοσία της Εξαρχίας μέχρι το 1913[18].
Αντίστοιχα,
το 1909 σημειώνεται το σχέδιο αγοράς τσιφλικιών με χρήματα του Ελληνικού
Προξενείου Σερρών, τα οποία επρόκειτο να εποικιστούν από οικογένειες ορθόδοξων
Λαζών από τον Πόντο[19].
Μπορεί να μην είχαν καμία σχέση με τον ελληνισμό, αλλά η σύνδεσή τους με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο αρκούσε ώστε να υποστηρίξουν τα ελληνικά συμφέροντα,
όπως συνέβη με τους πατριαρχικούς Ρομά του Ντεμίρ Χισάρ.
Υπήρχαν,
όμως, και ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι χωρικοί ξέφευγαν από την
επιρροή των ιδιοκτητών των τσιφλικιών τους, όπως για παράδειγμα οι χωρικοί του
χωριού Μπαχτιάρ (νοτίως της Βέτερνα). Ενώ και αυτό το τσιφλίκι ήταν κτήμα του
Χατζηλαζάρου, οι σλαβόφωνοι χωρικοί κατά την απογραφή του 1905 δηλώθηκαν ως
Βούλγαροι. Ο Αργυρόπουλος γράφει σχετικά με αυτό το γεγονός: “Σήμερα ελάβαμεν
γράμμα από το Μπαχπάρι [sic] (κτήμα
των Χατζηλαζαρέων), όπου μας λέγει ο επιστάτης ότι όλοι οι χωρικοί εγράφησαν
Βούλγαροι εξαρχικοί. Είναι λυπηρόν τόσον μάλλον, καθ' όσον ήτο εύκολον να
εμποδισθή. Διάδοσις μόνον ελληνικού σώματος εκεί πλησίον θα έφθανε δια να
γραφούν όλοι Έλληνες. Εις Γιάνες επίσης εγράφησαν όλοι Βούλγαροι. Εκεί δεν ήτο
δυνατόν να εμποδισθή. Το Κιλκίτσι είναι πάρα πολύ πλησίον.[20]”
4.2 - Ο εκπαιδευτικός τομέας στα πλαίσια του οικονομικού
Στα πλαίσια του οικονομικού τομέα
εντασσόταν και η εκπαιδευτική δραστηριότητα. Οι κοινότητες ακολουθούσαν την
εκάστοτε παράταξη, πέρα από τα οικονομικά οφέλη, και για τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά,
δηλαδή για τη δυνατότητα συντήρησης ενός σχολείου, το μισθό των δασκάλων κ.ο.κ.
από τα εθνικά δίκτυα. Επιπλέον, εάν τα ανώτερα ιδρύματα σε μια περιοχή, όπως οι
αστικές σχολές, ήταν για παράδειγμα ελληνικά, τότε αυτό έπαιζε ρόλο στην
ακτινοβολία του ελληνικού δικτύου στη συγκεκριμένη περιοχή.
Το
Ελληνικό Προξενείο Σερρών καθώς και η Μητρόπολη Μελενίκου, στην οποία υπαγόταν
ο καζάς Ντεμίρ Χισαρ, στήριζαν χρηματικά τους δασκάλους, τους ιερείς, καθώς και
πολλούς χωρικούς, όταν οι πατριαρχικές κοινότητες αδυνατούσαν[21]. Ο κομιτατζής
Σαντάνσκι γνωρίζοντας την σημασία της Μητρόπολης Μελενίκου στην διατήρηση των
ελληνικών εθνικών συμφερόντων της περιοχής, προχώρησε μεταξύ 1ης και 2ης Μάιου
1907 στη καταστροφή μεγάλου μέρους του κτημάτων των Ελλήνων της πόλης, γεγονός
που τους κατέστρεψε οικονομικά[22],
οδήγησε πολλούς να μεταναστεύσουν και έφθασε την Μητρόπολη σε τέτοιο σημείο,
ώστε ο Μητροπολίτης ζητούσε διάφορα χρηματικά βοηθήματα από τον Περικλή
Αργυρόπουλο[23]. Όμως
ακόμα και πριν γίνουν αισθητά τα σημάδια από την οικονομική καταστροφή των
Ελλήνων του Μελενίκου το Μάιο του 1907, οι πατριαρχικές κοινότητες στη περιοχή
μάλλον είχαν ήδη μαραζώσει οικονομικά. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση
της πυρπόλησης του πατριαρχικού ναού των Άνω Ποροΐων στις αρχές του Μαΐου 1907.
Μετά την πυρπόλησή του, ούτε η πατριαρχική κοινότητα του χωριού, ούτε η
Μητρόπολη Μελενίκου δεν μπορούσε να βρει τα χρήματα (300 λίρες) για την
ανοικοδόμηση της εκκλησίας, αλλά συγκροτήθηκε επιτροπή για τη διεξαγωγή ενός
εράνου[24].
Επιπλέον, από τις 4 εκκλησίες του χωριού η πατριαρχική κοινότητα είχε περιέλθει
σε τέτοια παρακμή, ώστε είχε την κυριότητα μόλις ενός ναού, δηλαδή του
προσφάτως πυρποληθέντος, ενώ η εξαρχική τριών[25].
4.3. - Ο παράγοντας των ένοπλων
δυνάμεων (άμυνας-τρομοκρατίας)
Η αναφορά κατά το παραπάνω περιστατικό
σε ένα ελληνικό ένοπλο σώμα σχετικά με την επιλογή “εθνικού στρατοπέδου” από
μέρος των χωρικών φανερώνει των ρόλο των ένοπλων σωμάτων εκείνη την περίοδο.
Ήδη από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1890 είχαν αρχίσει οι Βούλγαροι
να οργανώνονται, προωθώντας την ένοπλη πίεση για την επίτευξη των συμφερόντων
τους. Οι Έλληνες άργησαν πολύ να αντιδράσουν. Ελλείψει ενός δικτύου, χρημάτων,
πρόθυμων ατόμων κ.ο.κ, μόλις στα μέσα του 1905 μπόρεσε η ελληνική πλευρά να
κάνει τα πρώτα της βήματα στο σαντζάκι Σερρών. Το μόνο που κατάφεραν τα
ολιγάριθμα ελληνικά σώματα ήταν απλά να προστατέψουν τις πατριαρχικές
κοινότητες, κρατώντας σε αυτές όσους μπορούσαν. Στη περίπτωση της περιοχής του
Ντεμίρ Χισάρ, όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότεροι σλαβόφωνοι ακολουθούσαν
την Εξαρχία.
Αναφορικά
με την μορφή των ένοπλων σωμάτων είτε επρόκειτο για απλούς πολιτοφύλακες, είτε
για περιοδεύουσες συμμορίες. Η βασική διαφορά των δύο περιπτώσεων είναι ότι,
από τη μία, οι πολιτοφύλακες ήταν ντόπιοι κάτοικοι που επιστρατεύονταν από την
εκάστοτε μερίδα για να λειτουργήσουν ως ένα αμυντικό σώμα, συνήθως
προστατεύοντας μια εκκλησία, ή ένα σχολείο.“Οι Έλληνες όλα τα μέσα
εχρησιμοποιούσαν, είτε δια να βγάλουν πολιτοφυλακήν, ή να φυλάττουν τας
διαβάσεις, είτε να επιτραπή να κόψουν ξύλα, ή να μεταφέρουν εμπορεύματα εις
ξένας αγοράς, ή να μεταφέρουν εργάτας δια να περιποιώνται τα κτήματά τους...”
γράφει ο Γκισδαβίδης σχετικά με την απάντηση των Ελλήνων στις οικονομικές
πιέσεις των Βουλγάρων. Συνήθως, η παρουσία πολιτοφυλάκων σε ένα χωριό φανερώνει
ότι είναι οργανωμένο για να αποκρούσει τυχόν επιθέσεις από τις αντίπαλες
μερίδες. Το επόμενο βήμα ήταν να συσταθεί μια περιοδεύουσα συμμορία, η οποία
επρόκειτο να δράσει πέρα από τα όρια του εκάστοτε χωριού[26].
Σε
αυτό το σημείο, όμως, υπάρχει ένα ζήτημα. Ενώ συνήθως οι πολιτοφύλακες έπαιζαν
προστατευτικό ρόλο, οι περιοδεύουσες συμμορίες συχνά πέρα από τη προστασία,
επιβάλλονταν σε χωριά που δεν ήταν φιλικά προσκείμενα προς τη μερίδα που αυτές
αντιπροσωπεύαν. Συνεπώς, μια λεπτή γραμμή χώριζε την άμυνα από την επίθεση.
Έτσι, για παράδειγμα, η παρουσία 6 πολιτοφυλάκων της πατριαρχικής κοινότητας
στο σλαβόφωνο χωριό Ντελή Χασάν στα τέλη του 1905 ήταν μάλλον περισσότερο
αμυντική παρά επιθετική, μιας που μεταξύ άλλων είχε αναλάβει τη φύλαξη της Μονής
Μπουτκόβου. Αντίθετα, η δράση του ένοπλου σώματος του Στέργιου Βλάχμπεη στα
εξαρχικά χωριά βορείως του Μπέλες κατά τα τέλη του 1906 μέχρι τις αρχές του
1907, η οποία προκάλεσε την επανένταξη του χωριού Μίτινο στο Πατριαρχείο, ήταν
μάλλον μια πράξη επιβολής, καθώς δεν σημειώθηκε άλλοτε καμία προθυμία εκ
μέρους των κατοίκων να ακολουθήσουν την ελληνική πλευρά[27].
4.4. Ο ρόλος
των κοινωνικών ομάδων
Αλλά πώς ακριβώς εκφραζόταν η
τοποθέτηση της κάθε κοινότητας απέναντι στους εθνικούς ανταγωνισμούς; Για να
κατανοήσουμε την δράση μιας κοινότητας, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα μέλη της
σε δύο βασικές ομάδες. Από τη μία, είναι η άρχουσα τάξη της: ο πρόεδρος, οι
ολίγοι προεστοί[28]
που όριζαν τις αποφάσεις μιας κοινότητας και διάφοροι έμποροι, οι οποίοι
μπορούσαν μέσω της οικονομικής τους δύναμης να επηρεάσουν έμμεσα την κοινότητα.
Από την άλλη, ήταν οι πολυάριθμοι χωρικοί. Βυθισμένοι σε μια οικονομική
δυσπραγία και κατ' επέκταση ανίκανοι σε μεγάλο βαθμό να ορίσουν και να
προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα, ακολουθούσαν τα κελεύσματα της πλειοψηφίας
των παραπάνω παραγόντων, όποια κι αν ήταν αυτά. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό,
γιατί οι κοινότητες άλλαζαν μεριά κάθε τόσο. Στην ουσία, οι λιγοστές καίριες
θέσεις της άρχουσας τάξης της εκάστοτε κοινότητας ήταν αυτές που άλλαζαν χέρια,
και μαζί με αυτή όλο το σύνολό της[29].
Αυτοί που στρέφονταν εναντίον τους, γνώριζαν ότι χωρίς αυτούς, μπορούσαν να
χειραγωγήσουν όπως επιθυμούν το ακέφαλο σώμα της κοινότητας, δηλαδή το πλήθος
των χωρικών. Σίγουρα, όμως, δεν μπορούσε ένας εξαρχικός προεστός απλά να γίνει
πρόεδρος ενός εξ ολοκλήρου ελληνόφιλου χωριού. Ακόμη και να γινόταν, σύντομα θα
αντικαθίστατο, μιας που θα έπρεπε πάντα να υπάρχουν κάποιοι να τον στηρίζουν
συνειδητά, πέρα από τον οικονομικό αποκλεισμό ή και τις πιέσεις ένοπλων
σωμάτων. Αυτοί, μπορεί να ήταν μερικές οικογένειες[30],
ένας δάσκαλος, ένας ιερέας, μερικοί έμποροι, μερικοί προεστοί, μέχρι και ένα
ολόκληρο δίκτυο. Για παράδειγμα, μετά την αποσύνθεση της ρουμανικής κοινότητας
των Άνω Ποροΐων σε νομικό πλαίσιο (μάλλον λόγω πίεσης από τον Βλάχμπεη) το
1907, είναι ευνόητο ότι παρέμειναν φιλορουμανικές εστίες στο χωριό. Αυτοί ήταν
που συνεργάστηκαν με τους Βούλγαρους στην πυρπόληση του πατριαρχικού ναού στο
χωριό λίγο αργότερα και πάλι αυτοί έλαβαν ξανά κρατική υπόσταση μετά τη
διακήρυξη του Συντάγματος των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908[31].
4.5. Ο ρόλος
των δασκάλων
Οι
δάσκαλοι ήταν τα όργανα της εθνικής προπαγάνδας που συνόδευαν τις αλλαγές
στρατοπέδων[32].
Αυτοί ήταν συνδεδεμένοι με το αντίστοιχο εθνικό δίκτυο, οπότε λειτουργούσαν ως
πυρήνες που στήριζαν την ενδυνάμωση του με κάθε μέσο όπου στέλνονταν και
έφερναν τους χωρικούς κοντά στην εθνική προπαγάνδα που αντιπροσώπευαν.
Χαρακτηριστική είναι η δράση του Χρήστο Κούσλεφ στα Κάτω Πορόια, ο οποίος σε
συνεννόηση με το ευρύτερο βουλγαρικό δίκτυο, τοποθετήθηκε εκεί και οργάνωσε τη
περιοχή: “"Στα αρχή του σχολικού έτους 1900/1901 πήγα στο Κιλκίς, απ'
όπου και είχα διορίστεί διευθυντής του σχολείου στα Κάτω Πορόια. Διορίστηκα (αυτή
τη φορά) από τον δήμο Σερρών. Στα Πορόια έμεινα μέχρι τις διακοπές. Εδώ
ήμουν ηγέτης στην περιοχή των Ποροΐων. Σχεδόν σε όλα τα χωριά είχαν
εγκατασταθεί επιτροπές (κομιτάτα) με εξαίρεση τα χωριά Λιπούς και
Τοντορίτς. Η Ράμνα είναι βλάχικο χωριό. Υπήρχαν κανονισμοί, καταστατικά τα
οποία είχαν σταλθεί σε όλα τα χωριά. Σε κάθε χωριό διορίζονταν (οι κατα
τόπους) πρόεδροι και σύμβουλοι. Συγκεντρώνονταν οι εισφορές από τα μέλη.
Υπήρχαν αγγελιοφόροι. Οι οικειοθελείς παροχές προσδιορίστηκαν από το ηγετικό
σώμα. Ρώτησα τον πρόεδρο σε κάθε χωριό ποιός και πόσα (χρήματα) μπορεί
να δώσει, και σύμφωνα με αυτά που μου έλεγαν αυτά τους επιβάλλονταν να
συγκεντρώσουν. Υπήρχαν και συγκεκριμένοι τρομοκράτες. Είχα στα Κάτω Πορόια δύο,
ένας εκ των οποίων ήταν ο Αλέξο Ποροϊλίατα[33].
Τους έστελνα σε άλλα χωριά και καμιά φορά και τους δύο μαζί. Αυτοί δεν
προσέφευγαν στη βία, αλλά συνήθως παρείχαν βοήθεια[34].
Συγκέντρωσα μόνο στα Κάτω Πορόια μόλις 120 λίρες. Από το Σούγκοβο λήφθηκαν 30
λίρες, από τη Μάτνιτσα 10, από τα Άνω Πορόια 150 κ.ά. Ακόμη δεν ήταν επιθυμητό
να ζητήσουμε εισφορές από κάθε χωριό, για να μην θρηνήσουν κιόλας θύματα, αλλά
οι συνδρομές λαμβάνονταν μόνο από τα μέλη και συγκεκριμένα από τους μυημένους
στην οργάνωση[35].”
Μπορεί να είχαν την δύναμη κινήσουν τα νήματα και να συνεννοηθούν με ένοπλα σώματα,
αλλά με την υπαγωγή, για παράδειγμα, μιας εξαρχικής κοινότητας στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, οι εξαρχικοί δάσκαλοι και ιερείς, αποχωρούσαν, εκδιώκονταν ή
δολοφονούνταν.
Όσον
αφορά την ελληνική επιτροπή των Άνω Ποροΐων, αυτή συγκροτήθηκε μάλλον μεταξύ
1906-1907, οπότε δηλαδή ο Στέργιος Βλάχμπεης έδρασε στο χωριό, καθώς η παρουσία
του έπρεπε να προϋποθέτει την παρουσία ενός δικτύου. Στις σημειώσεις του
Δημοσθένη Φλωριά, γραμματέα του Ελληνικού Προξενείου Σερρών εκείνη τη περίοδο,
προβλέπονται σε γενικές γραμμές οι ίδιες κινήσεις για τη δικτύωση μιας
περιοχής: συμβούλια μελών, μοιρασμένες αρμοδιότητες στη κάθε ομάδα, κρυφά
δικαστήρια με σκοπό να ακολουθούνται πιστά οι εντολές, έρανοι για τη συντήρηση
του συστήματος κ.ά.. Στο ίδιο έγγραφο σημειώνεται η παρουσία ενός πράκτορα στα
Πορόια, του Γεωργίου Παπαηλιάκη, γνωστού με το ψευδώνυμο Χρήστος Γεωργίου. «Τον Παπαηλιάκη εβοήθησαν ουσιαστικά και
αποτελεσματικά οι δύο Πορογιώτισσες δασκάλες, η Άννα Παπαθεοδώρου και η Μαρία
Πέννα. Οι δύο αυτές νεαρές ακόμα τότε, εκτός από την παιδαγωγική των εργασία,
με άκρατο ενθουσιασμό ανέπτυξαν και εξωσχολικά εξαίρετη δραστηριότητα.
Εντεταγμένες και μυημένες στον Εθνικό αγώνα, εκτός άλλων ίδρυσαν κρυφό Σύλλογο
για τη συλλογή εράνων υπέρ των Ανταρτικών Σωμάτων και την περίθαλψη όσων
δρούσαν στην περιοχή, κάτω από την καθοδήγηση των Οπλαρχηγών Στέργιου Βλάχμπεη
και Αλεξάνδρου Ευρυθιώτη και γενικά σε άμεση επαφή με το Ελληνικό Προξενείο
πρωτοστατούσαν σε κάθε εθνική εκδήλωση[36]”. Στις αρχές του 1908, το ελληνικό
δίκτυο του σαντζακίου Σερρών κινούμενο με βάση τις εντολές του Δημοσθένη
Φλωριά, γραμματέα του Ελληνικού Προξενείου Σερρών, είχε ορίσει ότι τα ένοπλα
σώματα του Στέργιου Βλάχμπεη και του Αλέξανδρου Ευρυθιώτη θα κινούνται στη
περιοχή του Ντεμίρ Χισάρ και του Μπέλες[37].
Όσον αφορά τη δράση των σωμάτων αυτών και του ελληνικού δικτύου των Άνω
Ποροΐων, αναφέρεται ότι: “Το έργο των δύο
Σωμάτων συνεπικουρούσε αποτελεσματικά και η συγκρότηση μέσα στα Πορόια
Επιτροπής διεξαγωγής του αγώνα [...].
Η Επιτροπή δρούσε με βάση τις επίσημες οδηγίες του Προξενείου Θεσσαλονίκης,
βοηθούσε στη διακίνηση όπλων και ιματισμού προς τη Ράμνα και σ' όλα τα τριγύρω
χωριά, όπως τα Πλατανάκια (Σούγκοβο),
το Καλοχώρι (Γκλαμπόφτσα), τη
Μακρυνίτσα (Μάτνιτσα) κ.λ.π., και τις
μετακινήσεις των Σωμάτων ή μεμονωμένων Ανταρτών, στους οποίους παρείχαν άσυλο
ασφαλές[38].”
Οι εντολές που αφορούσαν το εθνικό έργο των δασκάλων, μπορούν να συνοψιστούν
στις εξής:
«Διδακτικόν προσωπικόν / Σύλλογος Διδασκάλων
1ον) Να καταρτισθή υπό
της διοικήσεως πρόγραμμα επί τη βάσει του οποίου να γίνωνται ομιλίαι σχετικαί
του επαγγέλματος και πατριωτικαί. Το τοιούτον δύναται να γίνηται άπαξ της
εβδομάδος. Εις έκαστον καθηγητήν και εκ των διδασκάλων εις τους δυναμένους
αμφότερων των φύλων, ν’ ανατεθή ειδικώς η διδασκαλία μαθήματος τινος εν είδει
ομιλίας. [...]
4ον) Αι συνεδριάσεις και
ομιλίαι δύνανται και πρέπει να γίνωνται από τούδε με τους καθηγητάς και
διδασκάλους αμφότερων των φύλων της πόλεως και προαστίων. Κατά τας διακοπάς του
θέρους δύνανταί να είναι συνεχέστεραι. [...]
6ον) Δέον να καταβληθή
μεγάλη προσοχή όπως κατά το προσεχές σχολικόν έτος διορισθώσιν εις τα
βουλγαρόφωνα χωριά οι άριστοι εκ των διδασκάλων και διδασκάλισσων. Να λείψη το
άτοπον, όπερ συνέβη κατά το παρελθόν έτος, καθ’ ό τα χωρία Εγρί Δερέ,
Γκόρνιτσα, Σάβγιακον κλπ. Έμειναν σχεδόν άνευ διδασκάλων.
7ον) Επειδή εις τα
βουλγαρόφωνα χωρία οι μισθοί είναι μικροί και οι καλοί διδάσκαλοι έχουσι
φυσικώς και τας απαιτήσεις των, εν ανάγκη να συμπληρούνται οι μισθοί αυτών εκ
του ταμείου των εισφορών. [...]
9ον) Αι νηπιαγωγοί να
διορισθώσι εις τα βουλγαρόφωνα χωρία.
10ον) Τα (εθνικά) Κέντρα της Θεσσαλονίκης, Σερρών και Καβάλας
να συνεννοούνται ως προς τον διορισμόν διδασκάλων εκ του ενός εις το έτερον
Κέντρον.
11ον) Οι διδάσκαλοι και διδασκάλισσαι
να διέρχωνται τας εορτάς εις τα χωρία με τους χωρικούς και μαθητάς και να μην
έρχωνται εις Σέρρας. Ιδίως εις τα σλαβόφωνα χωρία[39]».
4.6. - Ο ρόλος της
Εκκλησίας
Ο καζάς του Ντεμίρ Χισάρ δεν αποτέλεσε εξαίρεση
στον κανόνα καθώς και εδώ η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε για να προωθήσει εθνικά
συμφέροντα. Οι ιερείς χρησιμοποιούνταν, όπως και οι δάσκαλοι, ως όργανα των
δικτύων στα οποία υπάγονταν. Η διαφορά μεταξύ δασκάλων και ιερέων είναι ότι οι
πρώτοι ταξίδευαν από τόπο σε τόπο, ενώ οι ιερείς ήταν σε μεγάλο βαθμό ντόπιοι
εκεί όπου συναντούνταν. Επιπλέον, οι μεν έδιναν πρώτα λογαριασμό στο Προξενείο
Σερρών ή στις εκάστοτε κοινότητες, ενώ οι δε στην Μητρόπολη. Χαρακτηριστική
είναι η δραστηριότητα δύο μοναστηρίων κοντά στο Ντεμίρ Χισάρ: της Μονής
Μπουτκόβου και Μονής της Κούλας. Η Μονή
Μπουτκόβου ήταν ένα μοναστήρι, υπαγόμενο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δίπλα σε
ένα εξαρχικό χωριό, το Ντελή Χασάν. Η πατριαρχική μερίδα του χωριού μαζί με τη
Μητρόπολη Μελενίκου συντηρούσε το μοναστήρι και ένα ελληνικό σχολείο, όμως τα
μέλη της λιγόστευαν συνεχώς[40], ενώ η
αντίστοιχη εξαρχική δυνάμωνε. Με σκοπό οι πατριαρχικοί να διασφαλίσουν την
ασφάλεια της Μονής και του σχολείου είχαν οργανώσει μια ένοπλη 6μελή τσέτα[41] απέναντι στις
επιθέσεις των κομιτατζήδων[42]. Μία από τις
επιθέσεις έγινε και μαζί με πλήθος εξαρχικών χωρικών του Ντελή Χασάν[43]. Επιπλέον, ο
ηγούμενος της Μονής το 1905 υπογράφει ως ένας από τους οργανωτές ενός 24μελούς
ένοπλου σώματος που επρόκειτο να δημιουργηθεί στα Άνω Πορόια. Μεταξύ των
οπλιτών, σημειώνεται ένας Σάββας Κρίτζαλης με καταγωγή από την Προύσα, ο οποίος
ήταν μοναχός[44]. Πιθανόν στο
Μοναστήρι να λάμβαναν χώρα διαβουλεύσεις για την προώθηση του ένοπλου αγώνα,
όμως οι πηγές δεν επαρκούν για να στηρίξουν κάτι τέτοιο.
Η Μονή της Κούλας
φαίνεται και αυτή να είχε ένα σώμα Ελλήνων πολιτοφυλάκων αποτελούμενο από 3
άτομα[45]. Η δολοφονία του
Μήτα Κέπα[46], φύλακα της
Μονής, καθώς και η μετέπειτα πυρπόλησή της απο κομιτατζήδες[47]
φανερώνουν την εθνική δραστηριότητα που λάμβανε χώρα.
Οι Μητροπολίτες συχνά
τοποθετούνταν επικεφαλείς τέτοιων κινήσεων. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Μελενίκου
Κωνσταντίνος Ασημιάδης (Ιανουάριος 1912 – Ιούνιος 1913), ο οποίος βρήκε
μαρτυρικό θάνατο από τους Βούλγαρους στρατιώτες τον Ιούνιο του 1913,
υποστηρίζεται ότι ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία ένοπλων σωμάτων κατά τη
διάρκεια του πολέμου. Τα σώματα αυτά επιτίθεντο στους Βούλγαρους στρατιώτες και
αμάχους που υποχωρούσαν άτακτα από την κλεισούρα του Ρούπελ με κατεύθυνση τη
Βουλγαρία μετά τη μάχη του Κιλκίς[48]. Ο Μητροπολίτης
Στρώμνιτσας, αντίστοιχα, είχε συνεννοηθεί να λάβει από τον Περικλή Αργυρόπουλο
έξι περίστροφα, τα οποία παρέλαβε στα τέλη Μαρτίου 1905[49].
Οι Βούλγαροι συνέδεαν αναλόγως την εκκλησία με την ένοπλη δραστηριότητα. Ο
Χρήστο Κούσλεφ μαρτυρεί πως στα Κάτω Πορόια μάζευαν τα νέα μέλη του κομιτάτου
στην εκκλησία, όπου εξασκούνταν στη σκοποβολή[50].
Είναι
σημαντικό να υπογραμμιστεί και η επιρροή της εκκλησίας γενικότερα, καθώς και
των εκάστοτε ιερέων ειδικότερα, στην εθνική τοποθέτηση των χωρικών. Το δίκτυο
της Εκκλησίας, είτε επρόκειτο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο είτε όχι, ασκούσε
επιρροή στους χωρικούς για διάφορους λόγους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το
Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1905 εξέδιδε προκηρύξεις στις οποίες καλούσε
τους Βλάχους να μην ακολουθήσουν το βλαχικό μιλλέτ το οποίο μόλις είχε
δημιουργηθεί[51]. «Έξαιτίας αυτής της στάσης του Πατριαρχείου,
αλλά και της παρουσίας στην ύπαιθρο ελληνικών ανταρτικών ομάδων που
παρεμπόδιζαν τέτοιες εξελίξεις, δεν εκδηλώθηκε μεγάλη προθυμία εκ μέρους των
Ελληνόβλαχων να ιδρύσουν ρουμανικές κοινότητες με εκκλησία και σχολείο. Ωστόσο
υπήρξαν και ιερείς, δάσκαλοι και λαϊκοί, που προσχώρησαν στο ρουμανισμό»[52]. Γνωρίζοντας την
επιρροή της Εκκλησίας, πολλοί στράφηκαν εναντίον της με σκοπό να πλήξουν τα
συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Έτσι, για παράδειγμα, η δολοφονία του εξαρχικού
ιερέα της Κάτω Τζουμαγιάς από το ένοπλο σώμα του Βλάχμπεη κλόνισε το ηθικό των
Βούλγαρων στη γύρω περιοχή[53]. Κάτι ανάλογο
προσπάθησαν να κάνουν οι Βούλγαροι μαζί με τους ρουμανόφιλους Βλάχους μετά την
διάσπαση της κοινότητας των τελευταίων: πυρπόλησαν την ορθόδοξη εκκλησία των
Άνω Ποροΐων[54]. Για τους ίδιους
λόγους, όταν ο ιερέας Κυριάκος Αργυρίου με καταγωγή από το Στάρτσοβο προσχώρησε
στην Εξαρχία, το ίδιο έπραξε και ο μισός πληθυσμός του χωριού[55].
4.7. - Το σύνολο των
παραγόντων και οι Οθωμανοί υπήκοοι απέναντί τους
Κατά συνέπεια, είδαμε παραπάνω ότι
οι παράγοντες που επηρέαζαν ένα πληθυσμό να επιλέξει το δίκτυο που θα ακολουθήσει
ήταν:
- Οικονομικοί
(δύναμη & πίεση). Κατά πόσο ένα δίκτυο μπορεί να προσφέρει οικονομικές
διευκολύνσεις σε κάποιον, τόσο στη δουλειά όσο στην εκπαίδευση των παιδιών
του, αλλά και εάν αυτό μπορούσε να διεξάγει οικονομικό πόλεμο σε μέλη
αντίπαλων δικτύων, ώστε να τα πιέσει να το ακολουθήσουν. Η μορφή του θα
μπορούσε να είναι από απαγόρευση κτηνοτρόφων να πάνε στα βοσκοτόπια τους
μέχρι απόσπαση χρημάτων από εμπόρους ως φόρο διέλευσης από εμπορικούς
δρόμους.
- Τα
ένοπλα σώματα. Σε ποιο σημείο τα ένοπλα σώματα
του κάθε δικτύου είναι σε θέση να προστατέψουν τα μέλη του, και αντίστοιχα να
πλήξουν τα αντίπαλα. Δεν επενέβαιναν κάθε
φορά που οι εντολές τους δεν εφαρμόζονταν, όπως, για παράδειγμα, με κάθε
αλλαγή σχετικά με την υπαγωγή ενός χωριού, αλλά μόνο όταν τους το
επέτρεπαν οι συνθήκες. Συνήθως, αρκούσε ένα περιστατικό για να επηρεάσει
άλλους ενενήντα εννέα.
- Η παράδοση. Η
επιρροή της παράδοσης έβρισκε εύφορο έδαφος όταν είχαν εξασφαλιστεί οι
άλλοι δύο παράγοντες[56].
- Η εθνική
προπαγάνδα. Οι δάσκαλοι και οι ιερείς ήταν τα όργανα προώθησης της
εκάστοτε εθνικής προπαγάνδας. Είδαμε ότι τα εθνικά ιδρύματα άρχισαν να
επηρεάζουν τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα τέλη του
19ου αιώνα. Επόμενο είναι ότι όσο περνούσε ο καιρός, οι νέες
γενιές επηρεάζονταν από αυτήν. Οι νέες ιδέες που έκαναν γνωστές στους
χωρικούς, κυρίως όσον αφορά την ταύτιση γλώσσας-έθνους λειτουργούσαν
αρνητικά ως προς την παράδοση, που ήθελε ένα πολύγλωσσο ορθόδοξο γένος με
ελληνόφωνη άρχουσα τάξη, και συγκεκριμένα αρνητικά ως προς τα ελληνικά
συμφέροντα, κάνοντας με αυτό το τρόπο τους σλαβόφωνους και βλαχόφωνους
νέους να νιώσουν ότι μάλλον δεν είναι οι προεκτάσεις του ελληνικού εθνικού
κράτους[57]. Όπως
και η παράδοση, αυτός ο παράγοντας ερχόταν μετά την ικανοποίηση των
αναγκών της τροφής-εργασίας και της ασφάλειας, και έτσι δεν υπάρχουν
πολλοί μη ελληνόφιλοι κοντά στη πόλη των Σερρών[58].
Πρέπει να διευκρινιστεί
ότι ο κάθε παράγοντας δεν επηρέαζε τον κάθε Οθωμανό υπήκοο στον ίδιο βαθμό. Για
παράδειγμα, εάν ένας φτωχός σλαβόφωνος γεωργός άκουγε ότι ο Ελληνικός σύλλογος
πληρώνει το ¼ του μισθού του δασκάλου του παιδιού του, και παράλληλα βοηθάει
τον ίδιο με επιδόματα, ενώ ο βουλγαρικός όχι, ήταν επόμενο να σκεφτεί σοβαρά να
ακολουθήσει την ελληνική κοινότητα. Απο την άλλη, ένας βούλγαρος έμπορος,
έχοντας μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία, δεν θα σκεφτόταν καθόλου να την
ακολουθήσει. Επιπλέον, δεν θα είχε σε ίδιο βαθμό ανάγκη την προστασία ένας
κάτοικος της πόλης του Ντεμίρ Χισάρ, όπου υπήρχε στρατός και χωροφυλακή, με τον
χωρικό ενός ορεινού και απομακρυσμένου χωριού. Όσον αφορά τη παράδοση, αυτή
επηρέαζε κυρίως τους αγροτο-κτηνοτροφικούς πληθυσμούς και τους ανθρώπους
μεγαλύτερων ηλικιών, ενώ οι νέες ιδέες τους εμπόρους, διότι στις πόλεις που
ταξίδευαν υπήρχαν ήδη, καθώς και τους νέους μέσω της εκπαίδευσης.
[2] Μαζάουερ, ό.π., σ. 101.
[3] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση γλωσσικού εξελληνισμού
του σλαβόφωνου πατριαρχικού χωριού Στάρτσοβο, βορείως του καζά Ντεμίρ Χισάρ βλ.
Γκισδαβίδης Αποστόλος Κ., Σελίδες του Μακεδονικού ελληνισμού. Το Μελένικον
ως φωτοδότρα πηγή πολιτισμού, Μελέτη λαογραφική και ιστορική, Τόμοι Β'
& Γ', Θεσσαλονίκη, 1959, σ. 48-49. Αντιθέτως, στον καζά Ντεμίρ Χισάρ
γλωσσικώς εξελληνισμένα χωριά δεν υπήρχαν. Υπήρχαν, ωστόσο, αρκετές περιπτώσεις
δημιουργίας ελληνόφωνων πυρήνων από σλαβόφωνους και βλαχόφωνους ελληνίζοντες,
των οποίων τα παιδιά υιοθέτησαν ως μητρική την ελληνική γλώσσα, εξαιτίας της
ελληνικής επιρροής. Έτσι προέκυψε ένα μέρος των ελληνόφωνων της πόλης του
Ντεμίρ Χισάρ, της Ράμνας και των Άνω Ποροΐων.
[4]Σήμερα
ονομάζεται Ηράκλεια Σερρών.
[5] Βρετός Ι. Α., Ημερολόγιον
Εγκυκλοπαιδικόν, εν Αθήναις, 1913, σ. 382.
[6] Αναφέρεται στα χωριά Κρούσοβο, Ράντοβο, Βέτερνα, Λάτροβο, Καμαρέτο,
Σάβιακο, Κιουπρή, Κουμλή, Μπαρακλή και Σπάτοβο.
[7] Στιβαρός Γεώργιος, «Δεμίρ
Ισσάριον», στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον,
Παμμακεδονικός Σύλλογος Αθηνών, εν Αθήναις, 1910, σ. 212.
[8] Την δύναμη του οικονομικού
αποκλεισμού των Ελλήνων των Σερρών προς τους εξαρχικούς εμπόρους και αγρότες
από τα βορειότερα χωριά, οι οποίοι τελικά άλλαξαν πλευρά, παραθέτει ο Πέννας
βλ. Πέννας Πέτρος, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων
μέχρι της απελευθερώσεως των υπό των Ελλήνων (1363-1913), Εκδ. δευτέρα
βελτιωμένη και επηυξημένη, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία
Σερρών-Μελενίκου, Αθήναι, 1966, σ. 263-267. Βλ. Επίσης για την πόλη της Θεσσαλονίκης
βλ. Ο Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη.
1904-1908, Τόμος Β', Αθήνα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 229-231.
[9] Για τον ξυλοδαρμό του Ρουμάνου δασκάλου στις Σέρρες από
πατριαρχικούς Βλάχους της Κάτω Τζουμαγιάς βλ. Πέννας Πέτρος, Τα Άνω Πορόια
Σερρών. Το διαμάντι του Μπέλλες, Ιστορία και Λαογραφία, Ιστορική και
Λαογραφική Εταιρεία Σερρών - Μελενίκου, Αθήνα, 1989, σ. 72. Για τον ξυλοδαρμό 4
πατριαρχικών προεστών στο σλαβόφωνο χωριό Ράντοβο από Βούλγαρους κομιτατζήδες
βλ. Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρής καταστάσεως, εν
Κωνσταντινουπόλει, Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1906, σ. 80-81.
[10] Για την
πυρπόληση της οικίας του Έλληνα δασκάλου Αβραάμ Στεργίου στο σλαβόφωνο χωριό
Ντελή Χασάν Βλ. Ζιώγας Παναγιώτης Χρ., Γεώργιος Μ. Παπαηλιάκης και Άνω
Πορρόϊα Σερρών, Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 142, και Πέννας Πέτρος, Ιστορία
των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως των
υπό των Ελλήνων (1363-1913), Εκδ. δευτέρα βελτιωμένη και επηυξημένη,
Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών-Μελενίκου, Αθήναι, 1966, σ. 277.
Σημειωτέον ότι, ο συγκεκριμένος δάσκαλος συμμετείχε στην πολιτοφυλακή της
ελληνικής Μονής Μπουτκόβου και είχε φυλακιστεί γι' αυτό. Βλ. Πέννας, 1989,
ό.π., σ. 85 καθώς και Ο Μακεδονικός
αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Β', Αθήνα,
Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 206.
[11] Παρόλο που οι παραπάνω ανταγωνισμοί λάμβαναν χώρα στην
επαρχία, αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέσα της κάθε μερίδας ήταν περιορισμένα.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί η βουλγαρική πυριτιδαποθήκη που ανακαλύφθηκε στο
χωριό Ρούπελ από τον Οθωμανικό Στρατό στα τέλη του 1906. “Ήτοι 75 βόμβας εκ
δυναμίτιδος μικρού σχήματος, 75 τοιαύτας μεγάλου σχήματος, μίαν πυρπολικήν
μηχανήν, ετέραν ηλεκτρικήν τοιαύτην, 65 χιλιόγραμμα δυναμίτιδος, μίαν οκάν
μελινίτιδος, 15 όπλα Μάνλιχερ μετά 1500 φυσιγγίων, 9 όπλα Βερδάν, εννέα έτερα
άλλης ολκής μετά μεγάλου αριθμού μικρών φυσιγγίων. Άμα δε πλήθος θρυαλλίδων,
ηλεκτρικών συρμάτων κτλ. Πάντα ταύτα είχον μετακομισθή εκ Βουλγαρίας επί σκοπώ
ανατινάξεως της γέφυρας του σιδηροδρόμου Δεμίρ Χισσάρ και των ελληνικών
καταστημάτων της πόλεως ταύτης και των Σερρών.” «Επιθεώρησις Ξένου Τύπου», Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΚΖ’ (1907),
σ 63. Όσον αφορά
έναν εμπορικό αποκλεισμό που επέβαλε ο Σαντάνσκι, είναι γνωστό ότι οι δύο
πρώτες παραβάσεις θα είχαν χρηματικό πρόστιμό, αλλά η τρίτη θα είχε ως ποινή το
θάνατο. Βλ. Μπάκας Ιωάννης Θ., Ο ελληνισμός και η μητροπολιτική περιφέρεια
Μελενοίκου 1850-1912, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 272.
[12] Γκισδαβίδης Αποστόλος Κ., Σελίδες του Μακεδονικού
ελληνισμού. Το Μελένικον ως φωτοδότρα πηγή πολιτισμού, Μελέτη λαογραφική και
ιστορική, Τόμοι Β' & Γ', Θεσσαλονίκη, 1959, σ. 200.
[13] ΑΥΕ, Φ.
1905, υπ. αρ. 843/24-11-1905, Προξενείου Θεσσαλονίκης.
[14] Ο Κάντσοφ σημειώνει το 1891 δεκαεννέα χωριά ως τσιφλίκια
καθ' ολοκλήρου, ένα δε κατά το ήμισυ και άλλο ένα κατά το 1/3. Βλ. Kanchov Vasil, “Patuvane po dolinite na Struma, Mesta i Bregalnica,
Bitolsko, Prespa i Ohridsko”, v Izbrani
proizvedeniya, Tom 1, Sofiya, 1970, σ. 108-110. Μερικές πληροφορίες για την οικονομική δομή ενός τυπικού
οθωμανικού χωριού και τη περίπτωση του τσιφλικιού βλ. Ιναλτζίκ Χαλίλ, Η
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασσική εποχή, 1300-1600, εκδ. Αλεξάνδρεια, 3η
έκδοση, Αθήνα, σ. 391-421.
[15] Μπάκας Ιωάννης Θ., Ο ελληνισμός και η μητροπολιτική
περιφέρεια Μελενοίκου 1850-1912, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2003,
σ. 237-238.
[16] Στο φύλλο χάρτη του Λιθογραφείου Κοντογόνη με τίτλο
“Θεσσαλονίκη” και εκδοθέν το 1910 αναφέρονται ως “Ορμάν Κολέ τσιφλίκια”.
Στις επιστολές σημειώνονται τα χωριά Hodza-Chiflik, Tr'nkov-Chiflik, Srenkov-Chiflik, και Ντραγκοτίν.
[17] Βλ. Αργυρόπουλος Περικλής, Ο
Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), Αθήνα, 1961, σ. 61-62, 66-67 καθώς και
70-71.
[18] Αυτό μαρτυρείται από την απουσία αναφορών από την
Μητρόπολη Μελενίκου, την απουσία σχετικών δοσοληψιών των χωριών αυτών με το
Ελληνικό Προξενείο Σερρών καθώς και με βάση διάφορα τις περιόδου.
[19] Λευκοπαρίδης Ξ, Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή, Αναμνήσεις –
Έγγραφα – Αλληλογραφία, Το Αρχείον του, Τόμος Α', Αθήναι, 1965, σ. 380-381.
[20] Αργυρόπουλος, 1961, ό.π., σ. 71.
[21] Στο βιβλίο του Λεβέντη Στέργιου Ν., Η εκπαίδευση στο
Βαμβακόφυτο Σερρών (1894-2010), Βαμβακόφυτο, 2010, παρατίθενται διάφοροι
κατάλογοι σχετικά με τα χρηματικά βοηθήματα που λάμβαναν οι πατριαρχικοί ιερείς
και οι Έλληνες δάσκαλοι από το Ελληνικό Προξενείο Σερρών και την Μητρόπολη
Μελενίκου στις σελίδες 37 & 39 καθώς υπάρχει και μια λίστα των υπότροφων
μαθητών από ορισμένα χωριά βλ. σ. 41.
[22]
Εκκλησιαστική Αλήθεια, αρ. 27 (1907), 4-5-1907, σ. 367-368.
[23] Αργυρόπουλος Περικλής, Ο Μακεδονικός Αγών
(Απομνημονεύματα), Αθήνα, 1961, σ. 68-69.
[24] Ζιώγας Παναγιώτης Χρ., Γεώργιος Μ. Παπαηλιάκης και
Άνω Πορρόϊα Σερρών, Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 132-137.
[25] Βλ. όπως παρατίθεται η επιστολή του Μητροπολίτη
Μελενίκου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη: Πέννας Πέτρος, Τα Άνω Πορόια
Σερρών. Το διαμάντι του Μπέλλες, Ιστορία και Λαογραφία, Ιστορική και
Λαογραφική Εταιρεία Σερρών - Μελενίκου, Αθήνα, 1989, σ. 76-77. Περισσότερες
πληροφορίες για τις εκκλησίες του χωριού βλ. Strezov
Georgi, Dva Sandzakya ot Iztochna
Makedoniya, Periodicno spisanie na Bulgarskoto knizhovno druzhestvo v Sredec,
kn. XXXVI, 1891, σ.
857-858 καθώς και Kanchov Vasil, “Patuvane po dolinite na Struma, Mesta i Bregalnica,
Bitolsko, Prespa i Ohridsko”, v Izbrani
proizvedeniya, Tom 1, Sofiya, 1970, σ. 106-107.
[26] Σχετικά μ' αυτό Ο Γκισδαβίδης συμπληρώνει λίγο παρακάτω:
“Οι Μελενίκιοι δεν ζώσι καλά. Σχηματίζουν ομάδας, τας οπλίζουν για να
αντιδράσουν και αυτοί αναλόγως. Καίουν χωριά οι Βούλγαροι, ληστεύουν, θα κάμουν
και αυτοί τα ίδια. "Πάσαλος πασάλω εκκρούεται". Άλλοι φυλάττουν τας
διόδους, άλλοι τ' απόκεντρα μέρη. Δια ξύλα θα φροντίσουν οι ίδιοι και θα γεμίση
η αγορά από όλα...” Γκισδαβίδης, 1959, ό.π., σ. 200.
[27] Σημειωτέον ότι κατά τη μετανάστευση διάφορων ελληνικών ή
ελληνιζόντων πληθυσμών το 1913 από τις παραπάνω περιοχές που ενσωματώθηκαν στη
Βουλγαρία, ενώ υπήρξαν πολλοί που μετανάστευσαν από το Μελένικο, το Πέτριτς, το
Στάρτσοβο και άλλα χωριά, δεν σημειώνονται πληθυσμοί από τα χωριά που επανέφερε
ο Βλάχμπεης στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείο στα τέλη του 1906. Το
γεγονός, δε, ότι τα χωριά ήταν “σχισματικά από δεκαετίας”, μαζί με την
απουσία εγγράφων σχετικά με δοσοληψίες των κατοίκων με το Προξενείο Σερρών,
όπως συνέβαινε με άλλα χωριά που είχαν ελληνόφιλους πυρήνες, δείχνει ότι μάλλον
η υπαγωγή αυτών των χωριών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έγινε ειρηνικά. Άλλη
μία απόδειξη είναι η συμπεριφορά των κατοίκων της Τοπόλνιτσας 7 χρόνια μετά:
όταν το χωριό τελικά ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, οι κάτοικοι πήραν όλα τα
υπάρχοντά τους και εγκαταστάθηκαν πέραν των ελληνικών συνόρων, λίγα χιλιόμετρα
βορειότερα, σε βουλγαρικό έδαφος, όπου υπάρχει ακόμη και σήμερα το ομώνυμο
χωριό.
[28] Συναντώνται με διάφορα ονόματα κατά τόπους. Μερικά απ'
αυτά είναι: τσορμπατζήδες, κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες κ. ά. Έχει ενδιαφέρον η
περίπτωση της τάξης των Κυρατζήδων στο Μελένικο, οι οποίοι από απλοί μεταφορείς
(κυρατζήδες) πού ήταν, απέκτησαν μεγάλη οικονομική δύναμη και έτσι ο τίτλος του
κυρατζή κατέληξε να έχει ίση αξία με αυτόν του τσορμπατζή βλ. Βλάχος Ιωάννης,
"Ο Μακεδονικός Αγών εις την περιοχήν Μελενίκου (Εκθέσεις Μητροπολιτών
Ειρηναίου και Αιμιλιανού)", στα Σερραϊκά Χρονικά, τομ. Η', Αθήνα,
1979, σ. 139.
[29] Η σημασία του ρόλου των προκρίτων σχετικά με την υπαγωγή
μιας κοινότητας στα εθνικά στρατόπεδα, φανερώνει την αιτία που σημειώνονται
τόσοι φόνοι προκρίτων εκείνη τη περίοδο. Αυτό αποδεικνύουν διάφορες λίστες
δολοφονημένων πατριαρχικών από τους κομιτατζήδες, τις οποίες εξέδιδε κάθε τόσο
το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου να παρουσιάσει τους οπαδούς της
Εξαρχίας ως επικίνδυνους στην Οθωμανική διοίκηση. Ένα παράδειγμα, αποτελεί ο Κατάλογος
των υπό των οργάνων του Βουλγαρικού Κομιτάτου Δολοφονηθέντων Ορθοδόξων εν
Μακεδονία και Θράκη κατά τα τελευταία πέντε έτη, μετά παραρτήματος σχετικών
τινών εγγράφων, Πατριαρχικό Τυπογραφείο, εν Κωνσταντινουπόλει, 1904, στον
οποίο σημειώνονται τρεις φόνοι προκρίτων από το χωριό Σάβιακο, ένας φόνος του
μουχτάρη του Κρουσόβου, δύο φόνοι προκρίτων από τη Τσέρβιστα και ένας φόνος
πρόκριτου του χωριού Πιρίν, όλα χωριά του καζά Ντεμίρ Χισάρ, ενώ κανένας από
άλλα επαγγέλματα. Λιγότερο συχνά, σημειώνονται και δολοφονίες χωρικών, οι
οποίοι είτε όντως δολοφονήθηκαν από κομιτατζήδες καθώς δεν υπάκουσαν στις
εντολές τους, είτε επρόκειτο για Έλληνες αντάρτες, οι οποίοι παρουσιάζονται
στους καταλόγους ως έμποροι, αγρότες, ανθρακοπώλεις κ.ά., για να μην φανεί στην
Οθωμανική διοίκηση η υπόθαλψη εγκλημάτων από μεριάς των πατριαρχικών.
[30] Διαβάζουμε σχετικά από ένα τηλεγράφημα του Πρόξενου
Σερρών Αντώνιου Σακτούρη με ημερομηνία 10 Μαΐου 1907 ότι, μεταξύ άλλων: “Έτέρα
συμμορία ευρίσκετο εν τω χωρίω Κρουσόβω του καζά Δεμίρ-Ισάρ, κρυπτομένη εν τη
οικία του φανατικωτάτου Βούλγαρου. Ο στρατός επολιόρκησε το χωρίον, αλλ' η
συμμορία, ως συνήθως κατώρθωσε να διαφύγη.” Βλ.Λαούρδας Β., Πέννας Π., "Ο Μακεδονικός Αγών εις την περιοχήν των
Σερρών κατά το 1907 (Εκθέσεις του προξένου Σαχτούρη)", στα Σερραϊκά
Χρονικά, τομ. Γ', Αθήνα, 1959, σ. 59.
[31] Μπάκας Ιωάννης Θ., Ο ελληνισμός και η μητροπολιτική
περιφέρεια Μελενοίκου 1850-1912, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2003,
σ. 51.
[32] Βλ. Γκισδαβίδης Αποστόλος Κ., Σελίδες του Μακεδονικού ελληνισμού. Το Μελένικον ως φωτοδότρα πηγή πολιτισμού, Μελέτη λαογραφική και ιστορική, Τόμοι Β' & Γ', Θεσσαλονίκη, 1959, σ. 208-209, όπου παρατίθεται η επιστολή
του Μητροπολίτη Μελενίκου Αιμιλιανού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με
ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 1906, στην οποία αποτυπώνεται η ανάγκη Ελλήνων δασκάλων
στα χωριά της περιφέρειας του Πέτριτς, τα οποία είχαν μόλις γίνει πατριαρχικά.
[33] Ο Αλέξο Νικολόφ Μάλτσεφ ή απλά Αλέξο Ποροϊλίατα ήταν
ένας βούλγαρος επαναστάτης αρχικά και στη συνέχεια αρχηγός μιας συμμορίας από
τα Κάτω Πορόια. Μία φιλελληνική παρουσίασή του δίνεται στο βιβλίο Ο
Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Α', Αθήνα, Δημοσιογραφικός
Οργανισμός Λαμπράκη, 2014, σ. 87, σημ. 2: "Ο Ντόντσιο Ζλάτκοφ και ο
Αλέξης των Πορροΐων ήταν οπλαρχηγοί της περιοχής όπως και ο Κώττας. Μισούσαν
θανάσιμα την τουρκική εξουσία και βρίσκονταν σε έντονη αντίθεση με τους
ηγετικούς κύκλους της Ε.Μ.Ε.Ο., τους σέβονταν όμως οι κάτοικοι της περιοχής
τους. Η συμμετοχή τους στην εξέγερση (του Σεπτεμβρίου 1902) θεωρήθηκε
ευκαιρία για αγώνα κατά της τουρκικής εξουσίας. Και οι δύο όμως, όπως και ο
Κώττας, δεν συμφωνούσαν με τους φώνους κατά των Πατριαρχικών και των Ελλήνων."
Η συνεχής παρομοίωση και των δύο με τον Κώττα, ο οποίος ενώ αρχικά ανήκε στην
Ε.Μ.Ε.Ο., τελικά έδρασε με την ελληνική πλευρά, δείχνει τον τρόπο που θέλει ο
συντάκτης να τους παρουσιάσει: Ως οπλαρχηγούς χωρίς ξεκάθαρη εθνική ταυτότητα,
οι οποίοι έτρεφαν μια συμπάθεια για τους πατριαρχικούς και κατ’ επέκταση για
τους Έλληνες, ενώ παράλληλα, μισούσαν τους ηγετικούς κύκλους της Ε.Μ.Ε.Ο., η
οποία αντιπροσωπεύει την βουλγαρική κίνηση και στρέφονταν κατά των Τούρκων.
Στην πραγματικότητα η δράση τους δεν είχε καμία σχέση με τον ελληνισμό. Η
αντιπάθεια του Αλέξο απέναντι στην Ε.Μ.Ε.Ο., οφείλεται σε μία αντιπαράθεση με
ορισμένους συμμορίτες του Γκότσε Ντέλτσεφ, γεγονός που τον πέταξε άδικα έξω από
την οργάνωση, μετά το 1900. Αργότερα, εντάχθηκε στην αντίπαλη οργάνωση το
Ανώτατο Μακεδονο-Αδριανουπολίτικο Κομιτάτο της Σόφιας. Όσον αφορά την "μανία
του να σκοτώνει Τούρκους", αυτή επιβεβαιώνεται και από τον Αναστάς
Γκ'ρτσέτο (Makedonski Nauchen Institut, 1927, ό.π., σ. 141). Πουθενά, όμως, δεν υπάρχουν πληροφορίες για
κάποιου είδους συμπάθεια απέναντι στους Πατριαρχικούς. Αντιθέτως, ήταν στενός
φίλος του Μιχαήλ Ποροϊλίατα από τα Άνω Πορόια, του οποίου "μανία ήταν
να σκοτώνει Βλάχους" (ό.π., σ. 141).
[34] Σχετικά με τη βοήθεια της ΕΜΕΟ προς τους χωρικούς
διαβάζουμε: “Στα χωριά που επικρατούσε η ΕΜΕΟ, επιδίωκε να ρυθμίζει τις
οικονομικές σχέσεις μεταξύ τσιφλικάδων και κολίγων, εργοδοτών και εργαζομένων,
καθώς και να εισπράττει το φόρο της δεκάτης. Προσπαθούσε να αντικαθιστά την
τουρκική δικαστική εξουσία και εξωθούσε τους χωρικούς να μην απευθύνονται για
τις διαφορές τους στα τουρκικά δικαστήρια ή στους εκπροσώπους του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, αλλά να απευθύνονται στους κατά τόπους αντιπροσώπους της.
Παράλληλα, οργάνωσε εκτελεστική αστυνομία η οποία είχε τρομοκρατική δράση και
εκτελούσε αμέσως κάθε ύποπτο για τους σκοπούς της οργάνωσης ή καθένα που δεν
ακολουθούσε τις εντολές της ΕΜΕΟ.” Ο Μακεδονικός αγώνας και τα γεγονότα
στη Θράκη. 1904-1908, Τόμος Α', Αθήνα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη,
2014, σ. 79.
[35] Materiyali za Istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno
dvizhenie, Dvizhenieto otsam Vardara i Borbata s Varhovistite, Po spomeni na
Yane Sandanski, Chernyo Peev, Sava Mihailov, Hr. Kuslev, Iv. Anastasov
Garcheto, Petr. Hr. Yurukov i Nikola Pushkarov, Kniga VII,
sobshtava L. Miletich, Sofiya, Makedonski Nauchen Institut, 1927, σ. 110-111.
[36] Πέννας Πέτρος, Τα
Άνω Πορόια Σερρών. Το διαμάντι του Μπέλλες, Ιστορία και Λαογραφία, Ιστορική
και Λαογραφική Εταιρεία Σερρών - Μελενίκου, Αθήνα, 1989, σ. 61.
[37] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Λαούρδας Β., Πέννας Π.,
"Σημειώσεις και οδηγίαι Δημοσθένους Φλωριά", στα Σερραϊκά Χρονικά, τομ. Δ', Αθήνα, 1963, σ. 97-144.
[38] Πέννας, 1989, ό.π., σ. 88.
[39] Λαούρδας Β., Πέννας Π., "Σημειώσεις και οδηγίαι
Δημοσθένους Φλωριά", στα Σερραϊκά
Χρονικά, τομ. Δ', Αθήνα, 1963, σ. 114-115.
[40] Το 1912 με βάση τα στοιχεία του ελληνικού στρατού, η
πατριαρχική μερίδα του χωριού αριθμούσε σε μόλις πέντε άτομα, ενώ με βάση την
ελληνόφιλη στατιστική του Αθ. Χαλκιόπουλου μόλις δύο χρόνια πριν σημειώνονται
80 άτομα, σε συνολικό πληθυσμό γύρω στα 500.
[41] Πέννας Πέτρος, Τα
Άνω Πορόια Σερρών. Το διαμάντι του Μπέλλες, Ιστορία και Λαογραφία, Ιστορική
και Λαογραφική Εταιρεία Σερρών - Μελενίκου, Αθήνα, 1989, σ. 85. Η παρουσία της
ένοπλης ομάδας επιβεβαιώνεται και από ένα έγγραφο του Προξενείου Θεσσαλονίκης:
Αρχείο Υπ. Εξωτερικών, Φ. 1905, υπ. αρ. 843/24-11-1905, Προξενείου
Θεσσαλονίκης.
[42] Λαούρδας Β. – Πέννας Π., «Ο
Μακεδονικός Αγών εις την περιοχήν των Σερρών κατά το 1907 (Εκθέσεις του
Πρόξενου Σακτούρη» στα Σερραϊκά Χρονικά,
Τομ. 3., Σέρρες, 1959, σ. 59 καθώς και ΑΜΘ, Πρωτόκολλον της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλαμίκης του έτους 1908, 446/ Μαΐου 22/ Δοηράνη.
[43] Κάκκαβος Δημήτριος, Απομνημονεύματα
(Μακεδονικός Αγών), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1972, σ.
120.
[44] Το συμφωνητικό παρατίθεται στο βιβλίο του Πέννα. Βλ.
Πέννας Πέτρος, ό.π., 1989, σ. 83-84.
[45] Αρχείο Υπ. Εξωτερικών, ό.π..
[46] Στιβαρός Γ., "Δεμίρ Ισσάριον", Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1910, Εν
Αθήναις, 1909, σ. 215-216.
[47] Λαούρδας Β. – Πέννας Π., «Ο Μακεδονικός Αγών εις την
περιοχήν των Σερρών κατά το 1907 (Εκθέσεις του Πρόξενου Σακτούρη» στα Σερραϊκά Χρονικά, Τομ. 3., Σέρρες, 1959,
σ. 83.
[48] Report of the International Commission To Inquire
into the Causes and Conduct of the Balkan Wars, Carnegie Endowment for
International Peace, Publication No. 4, Washington, 1914, σ. 92-95.
[49] Αργυρόπουλος Περικλής Α., Ο Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1957, σ. 36-37.
[50] Materiyali za
Istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, Dvizhenieto otsam Vardara i
Borbata s Varhovistite, Po spomeni na Yane Sandanski, Chernyo Peev, Sava
Mihailov, Hr. Kuslev, Iv. Anastasov Garcheto, Petr. Hr. Yurukov i Nikola
Pushkarov, Kniga VII, sobshtava L. Miletich, Sofiya, Makedonski Nauchen Institut,
1927,
σ. 111.
[51] Ζιώγας Παναγιώτης Χρ., Γεώργιος Μ. Παπαηλιάκης και Άνω Πορρόια Σερρών, Θεσσαλονίκη, 2015,
σ. 127-128. Για μια σειρά από προκηρύξεις βλ. σ. 411-413.
[52] ό.π., σ. 127.
[53] Πέννας Πέτρος, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως
αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως των υπό των Ελλήνων (1363-1913),
Εκδ. δευτέρα βελτιωμένη και ε πηυξημένη, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία
Σερρών-Μελενίκου, Αθήναι, 1966, σ. 238.
[54] Ζιώγας Παναγιώτης Χρ., Γεώργιος Μ. Παπαηλιάκης και Άνω
Πορρόια Σερρών, Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 132-136. Πέννας Πέτρος, Τα Άνω Πορόια
Σερρών. Το διαμάντι του Μπέλλες, Ιστορία και Λαογραφία, Ιστορική και Λαογραφική
Εταιρεία Σερρών - Μελενίκου, Αθήνα, 1989, σ. 76-78.
[55] Μπάκας Ιωάννης Θ., Ο ελληνισμός και η μητροπολιτική
περιφέρεια Μελενοίκου 1850-1912, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2003,
σ. 240.
[56] Για την παραδοσιακή προσκόλληση των χωρικών της
Μακεδονίας στη θρησκεία βλ. Brailsford H. N., Macedonia: Its races and their future,
with photographs and two maps, London, 1906, σ.
59-63, 74-75.
[57] Φαίνεται πως γι’ αυτό το λόγο στον άλλοτε απόρθητο για
τους Βούλγαρους καζά Σερρών, το 1912 είχαν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τα πράγματα
ώστε το 20% των κατοίκων του ενστερνίζονταν την βουλγαρική εθνική ιδέα, τη
στιγμή που οι Έλληνες (μεταξύ των οποίων σλαβόφωνοι, Βλάχοι, Ρομ, τουρκόφωνοι)
αποτελούσαν το 47,4 %. Βλ. Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, Στατιστικοί Πίνακες του πληθυσμού κατ'
εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας, Αθήνα, 1919, σ. 4-5.
[58] Παρόλο που υπήρξαν ορισμένοι, η οικονομική δύναμη των
Ελλήνων των Σερρών τους έκανε να αλλάξουν στρατόπεδο. Πιθανότατα, η συνείδησή
τους να μην άλλαξε. Βλ. Πέννας Πέτρος, Ιστορία των
Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως των υπό
των Ελλήνων (1363-1913), Εκδ. δευτέρα βελτιωμένη και επηυξημένη, Ιστορική
και Λαογραφική Εταιρία Σερρών-Μελενίκου, Αθήναι, 1966, σ. 263-267.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου